Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ, ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΟΡΜΟΥ ΑΠΟ ΠΗΓΗ

Παπαδιαμάντης, Όνειρο στο κύμα
Αλ. Παπαδιαμάντης, Όνειρο στο κύμα

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μαζί με το Γεώργιο Βιζυηνό θεωρούνται οι κατεξοχήν πατέρες του διηγήματος, κυρίως του ηθογραφικού. Βάση λοιπόν των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη αποτελεί η ηθογραφία, η οποία όμως συνδυάζεται με στοιχεία ψυχογραφικά και ρεαλιστικά.

Ο Παπαδιαμάντη δεν έμεινε στην απλή ηθογράφηση, αλλά ανοίχτηκε και σε άλλες κατευθύνσεις στα έργα του, αναμειγνύοντας το ηθογραφικό στοιχείο με στοιχεία κοινωνικά (=κοινωνικός παρατηρητής) και ψυχογραφικά (=ανάλυση του ψυχικού κόσμου των ηρώων του). Είναι ρεαλιστής ηθογράφος, δεν αποκλείει όμως το λυρισμό από τα έργα του και την αναζήτηση της ομορφιάς σε κάθε εκδήλωση της ζωής. Αντλεί τα θέματά του: Α. από το θρησκευτικό βίο, Β. από τη λαϊκή παράδοση, Γ. από το νησιώτικο περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε και του παρέχει άφθονο λαογραφικό υλικό.

Τοποθετεί τη δράση στα διηγήματά του: 1. στη Σκιάθο («νησιώτικα διηγήματα») και 2. στις φτωχογειτονιές της Αθήνας («αθηναϊκά διηγήματα»)

Παράλληλα η χριστιανική συνείδηση και το οικογενειακό του περιβάλλον διαμόρφωναν τις ηθικές αρχές και επηρέασαν το έργο του με αναφορές σε πρόσωπα της θρησκείας, στοιχεία της βυζαντινής υμνογραφίας και γλώσσας, στους ναούς και στις θρησκευτικές δοξασίες. Δεν είναι όμως θρησκόληπτος, καθώς πιστεύει ότι ο Θεός βρίσκεται μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Αυτή του η θρησκευτικότητα δεν τον εμποδίζει να υμνεί την ομορφιά με πάθος, ακόμα και τη γυναικεία, με έναν αισθησιασμό που κρύβει ερωτικό πόθο, όπως συμβαίνει στο Όνειρο στο κύμα.

Το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παναθήναια στις 15 Οκτωβρίου 1900. Είναι ένα από τα κορυφαία διηγήματά του Παπαδιαμάντη. Στο συγκεκριμένο αφήγημα είναι ορατή η ωριμότητα του συγγραφέα Ανήκει στα ερωτικά, αυτοψυχογραφικά, αυτοβιογραφικά διηγήματα του, σ’ αυτά δηλαδή που ο συγγραφέας εναποθέτει με φανερό ή λανθάνοντα τρόπο στοιχεία και καταστάσεις του προσωπικού του ψυχισμού και βίου, καταθέτει ή και αποκαλύπτει πτυχές και λεπτομέρειες της κρυμμένης προσωπικότητάς του. Ειδικά για το Όνειρο στο κύμα η κριτική πιστεύει πως εκφράζει καταστάσεις ενός απωθημένου τραυματικού και ανολοκλήρωτου ερωτισμού του Παπαδιαμάντη. Παράλληλα έκδηλος είναι και ο στοχαστικός χαρακτήρας της τελευταίας ενότητας, όπως και η θρησκευτικότητα του συγγραφέα και η αγάπη του για τη φύση.

Γλώσσα: Στους διαλόγους κυριαρχεί η ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα κα οι ιδιωματισμοί της Σκιάθου. Στην αφήγηση κυριαρχεί η καθαρεύουσα διανθισμένη με πολλά στοιχεία της δημοτικής. Στις περιγραφές χρησιμοποιείται το κατεξοχήν όργανο της πεζογραφίας, η καθαρεύουσα συνδυασμένη με λέξεις αρχαιοελληνικές και εκκλησιαστικές.

Αφήγηση: Η αφήγηση γίνεται από ένα πρωτοπρόσωπο αυτοδιηγητικό αφηγητή ο οποίος μας εξιστορεί την προσωπική του ιστορία, όπως αυτή εκρέει μέσα από τη λειτουργία της αφηγηματικής του μνήμης. Ο αυτοδιηγητικός αφηγητής δεν παρουσιάζεται ως απλή φωνή, αλλά ως πλήρης βιολογική ύπαρξη που διαφοροποιείται σε τέτοιο βαθμό από το συγγραφέα, ώστε είναι δύσκολο να τους ταυτίσουμε. Ο Παπαδιαμάντης δημιουργεί τον τύπο του εξομολογούμενου αφηγητή που αποφασίζει να καταγράψει το μετασχηματισμό του από «βοσκού εις τα όρη» σε δικηγόρο με «δίπλωμα προλύτου», που αντιστοιχεί με το πέρασμα του από το βουνό στην Αθήνα, από την εφηβεία στην ωριμότητα και από την παραδοσιακή ελευθερία στην όλο μέριμνες δουλεία αυτού του κόσμου.

Ο αφηγητής λειτουργεί με δύο τρόπους ή κινείται σε δύο διαφορετικά επίπεδα χρόνου. Το ένα είναι αυτό της αφηγηματικής πράξης και το δεύτερο αυτό της αναδρομής στο παρελθόν, στο χώρο και το χρόνο μιας εφηβικής μνήμης. Έτσι οι μελετητές μιλούν για δύο «φωνές» στο διήγημα: η μία ανήκει χρονικά στη βασανιζόμενη ηλικιακή ωριμότητα του αφηγητή και η άλλη στην ηλικία της νεανικής αθωότητας και αμεριμνησίας. Αυτή η συλλειτουργία των δύο φωνών και το γεγονός ότι το κυρίαρχο πρόσωπο λειτουργεί με δύο ρόλους:ως αφηγητής στο τώρα και ως πρωταγωνιστής στο τότε, ονομάστηκε από τους μελετητές διφυΐα του αφηγητή.

Στο πρώτο επίπεδο, δηλαδή της ηλικιακής ωριμότητας και της επαγγελματικής αποτυχίας, προβάλλει μια βασανιζόμενη ύπαρξη, που ζει έντονα την απουσία μιας ευτυχισμένης και ονειρικής μνήμης. Σ’ αυτό το επίπεδο ο αφηγητής, δικηγόρος βοηθός σε δικηγορικό γραφείο, ζει εγκλωβισμένος στο σκληρό γι’ αυτόν αθηναϊκό περιβάλλον, αυτοσαρκαζόμενος ως αποτυχημένος, έχοντας απαξιώσει στη συνείδησή του τις σπουδές και τα πτυχία. Το ίδιο όμως πρόσωπο, όταν μετακινείται στο χώρο και το χρόνο και επαναβιώνει, ως μνημονική αναδρομή, μια ονειρική στιγμή της δεκαοχτάχρονης εφηβείας του στο σκιαθίτικο περιβάλλον, προβάλλεται ως πρόσωπο που ζει μιαν ανείπωτη ευτυχία. Σ’ αυτή τη δεσπόζουσα αντίθεση στηρίζεται η ερμηνευτική εκδοχή ότι στο Όνειρο στο κύμα αντιπαρατίθεται η δυστυχία της εγγράμματης ωριμότητας με την ευτυχία της αγράμματης εφηβικής αθωότητας. Το πρόσωπο-αφηγητής στο επίπεδο της ηλικιακής ωριμότητας, κυριαρχείται από την αντίληψη ότι η ένταξη του ανθρώπου στο πλαίσιο του «πολιτισμού» συνιστά την εκτροπή, την τεχνητή και αφύσικη ζωή. Έτσι δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με το τώρα της ζωής του. Κι αφού η επιστροφή στο παρελθόν είναι ανέφικτη η στάση του αυτή περιέχει και στοιχεία ουτοπικού ρομαντισμού. Αυτή η αναζήτηση, μέσω της μνημονικής επαναβίωσης, μιας χαμένης φυσικής και παραδείσιας ζωής, ταυτίστηκε με το μύχιο πόθο του ανθρώπου να ξαναβρεί στη ζωή του μια χαμένη «Αρκαδία»: δηλαδή τον απλοϊκό βουκολικό βίο, την ξεγνοιασιά, την αμεριμνησία και τον έρωτα κοντά και μέσα στη φύση.

Χώρος:

Βοσκόπουλο: μια ποικιλία από όλα τα στοιχεία της φύσης (λόγγοι, φάραγγες, κοιλάδες, αιγιαλοί, βουνά), μακριά από την πόλη. Ονομάζεται «Ξάρμενο». Πρόκειται για ένα Αρκαδικό τοπίο, που αποτελεί εξιδανίκευση του πραγματικού χώρου. Πρωταρχικό στοιχείο είναι η ιδιαίτερη μορφολογία του χώρου στον οποίο τοποθετείται η συνολική δράση και οι όλες κινήσεις του βοσκόπουλου. Αυτός δημιουργεί τη σκηνογραφία της αφηγημένης πράξης. Με τη συγκεκριμένη εδαφική του ιδιομορφία αποτελεί λειτουργικό, ρυθμιστικό και αποφασιστικής σημασίας σημείο που επηρεάζει τη βούληση και τις κινήσεις του πρωταγωνιστικού προσώπου.

Δικηγόρος: γραφείο-αστικός τρόπος ζωής=δυστυχία

Κυρ Μόσχος: περίκλειστος χώρος-πύργος, περίβολος.

Χρόνος: Ο χρόνος της ιστορίας καλύπτει ένα διάστημα 12 ετών περίπου (θέρος του 187…, παρόν του αφηγητή) + τον προαφηγηματικό χρόνο (Επανάσταση του 1821 ως το παρόν του αφηγητή)

Α’ Ενότητα (Πρόλογος): «Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον… του προϊσταμένου μου» Αυτοπροσωπογραφία του ήρωα-αφηγητή.

Η ενότητα ξεκινά με μια πρόληψη (ο αφηγητής ανακαλεί εκ των προτέρων ένα γεγονός που θα διαδραματιστεί αργότερα στην αφήγησή του). Από την αρχή ο αφηγητής προκαταλαμβάνει τον αναγνώστη εκφράζοντας την άποψή του απέναντι στο πρόβλημα της προσωπικής του ευτυχίας. Το όραμα για μια ζωή ευτυχισμένη μένει απραγματοποίητο («την τελευταίαν φοράν που εγεύθην την ευτυχίαν…»). Μας παρέχει το μετασχηματισμό ιστορικά, δηλαδή ως πέρασμα από τη μια κατάσταση στην άλλη, αλλά αγνοούμε το αίτιο. Ύστερα από την εισαγωγική πρώτη παράγραφο η αφήγηση καλύπτεται με σύνοψη και έλλειψη και από την εποχή που ο αφηγητής ήταν νέος δεκαοκτώ ετών φτάνει στο σήμερα. Στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ φυσικής και αστικής ζωής έμαθε τα πρώτα του γράμματα δίπλα στο γερο Σισώη, φοίτησε σε κάποια ιερατική σχολή και στη Ριζάρειο Σχολή της Αθήνας και στα τριάντα του έγινε δικηγόρος.

Σημαντική η ιστορία του μοναχού Σισώη, μια πορεία από τη σωτηρία στην απώλεια και πάλι στη σωτηρία, που προτάσσεται ως εμβόλιμη και ένθετη μικρο-αφήγηση στην αρχή σχεδόν του διηγήματος. Πρόκειται για μια ελάσσονα σε έκταση ιστορία που εντάσσεται μέσα στην αρχική. Ως ελάσσων και παρένθετη, συνιστά περίπτωση εγκιβωτισμένης αφήγησης μέσα στην αφήγηση. Στην ουσία όμως αυτή η μικρο-ιστορία του μοναχού Σισώη λειτουργεί ως μικρογραφία της ευρύτερης που αναφέρεται στο βοσκόπουλο. Η ελάσσων αφήγηση λειτουργεί ως καθρέφτης μέσα στον οποίο αντικαθρεφτίζεται η ευρύτερη. Άρα, ανάμεσα στα πρόσωπα του μοναχού Σισώη και του βοσκόπουλου-αφηγητή, θα πρέπει να υπάρχουν ομόλογα στοιχεία ολικού ή έστω μερικού ταυτισμού. Η ζωή του μοναχού Σισώη εξελίσσεται με ένα τριαδικό σχήμα ή σε τρία διαδοχικά στάδια:

α. στάδιο αρχικής ισορροπίας: στάδιο μοναστικού βίου

β. κατάσταση μεταβολής και έκπτωσης από το στάδιο της αρχικής ισορροπίας: στάδιο αποσχηματισμού και έγγαμου βίου

γ. επάνοδος στην κατάσταση αρχικής ισορροπίας: επιστροφή του Σισώη στο μοναστικό βίο.

Με ανάλογο τρόπο εξελίσσεται και η ζωή του αφηγητή. Συγκεκριμένα

α. κατάσταση φυσικής, ισόρροπης και ευτυχισμένης ζωής στο χώρο και το χρόνο του ποιμενικού βίου,

β. η ζωή του βοσκόπουλου περνάει, με τις σπουδές τα πτυχία και το επαγγελματικό βούλιαγμα, σε μιαν αντίθετη κατάσταση μεταβολής, δυστυχίας και έκπτωσης.

Λείπει όμως το τρίτο στάδιο, της επανόδου σε μια νέα κατάσταση ισορροπίας. Αυτή η έλλειψη του τρίτου σταδίου δημιουργεί την αίσθηση και τη βεβαιότητα της ήττας και της αποτυχίας, όταν μεγάλος πια και ήδη δικηγόρος σταθμίζει απολογιστικά το συνολικό του βίο.

Μέσα από αυτό τον παραλληλισμό καταφαίνεται ότι η εγκιβωτισμένη αφήγηση για το μοναχό δεν αποτελεί ξένο σώμα στη συνολική αφηγηματική λογική. Αντίθετα, καθώς η μεγάλη αφήγηση μικρογραφείται μέσα στη μικρότερη, φαίνεται εντονότερη η αίσθηση και η βεβαιότητα της ήττας και της αποτυχίας στη ζωή του αφηγητή. Ο τελευταίος δεν μπόρεσε να υπερβεί την κατάσταση τη έκπτωσης ή να αναζητήσει τον τρίτο κρίκο στη ζωή του. Γι’ αυτό και τώρα, ώριμος και μεταμελημένος, γυρίζει με τη μνήμη στα χρόνια της πρώτης και χαμένης ευτυχίας.

Β’ Ενότητα: «Ἡ τελευταία χρονιά… γεμάτο πετμέζι» Η ειδυλλιακή ζωή του νεαρού βοσκού και η πρώτη γνωριμία με τη Μοσχούλα

Η ενότητα αφιερώνεται σε μια εκτενή περιγραφή του κόσμου του βοσκού και της ζωής του μέσα στη φύση. Η ευδαιμονική παράσταση του παρελθόντος παραπέμπει στο βουκολικό είδος Σημαντική είναι η αναφορά στο πρόσωπο του κυρ Μόσχου, του ιδιόρρυθμου επαγγελματία, που ζει περίκλειστος στη δική του περιφραγμένη επικράτεια. (Από την περιγραφή των ανοικτών χώρων (επικράτεια του βοσκόπουλου) περνάμε στην περιγραφή του μοναδικού κλειστού-περιφραγμένου χώρου της περιοχής, του κτήματος του κυρ-Μόσχου.) 1. Η αναφορά αυτή είναι αναγκαία για να λειτουργήσει με τρόπο φυσικό η παρουσία της Μοσχούλας στην ορεινή επικράτεια του μικρού βοσκόπουλου. 2. Ίσως η αναφορά στον κυρ Μόσχο να συνιστά και ένα πλάγιο ειρωνικό σχόλιο στο ιδιοκτησιακό πάθος του Έλληνα, που το περιφρουρεί και το προστατεύει ακοίμητα. 3. Τονίζεται η διαφορετική σχέση που είχαν με τη φύση ο κυρ Μόσχος και το βοσκόπουλο. Το βοσκόπουλο, χωρίς να του ανήκει, ένιωθε όλη τη γη δική του. Η σχέση του με τη γη και τη φύση ήταν καθαρά συναισθηματική και όχι ιδιοκτησιακή.

Η περιγραφή της Μοσχούλας, που αποτελεί μερική απόκλιση από τους κώδικες ομορφιάς της κόρης, αποκτά πλήρες νόημα από τη σημασιολογική της αναλογία με το απόσπασμα στο οποίο παραπέμπει άμεσα και έμμεσα. Η άμεση παράθεση ενός αποσπάσματος από το Άσμα Ασμάτων που αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο ποίημα αυτό παίζει σπουδαίο ρόλο στην αρχή της εκτεταμένης περιγραφής της Νύφης από το Νυμφίο. Η περιγραφή αυτή δεν αναφέρεται στο Όνειρο στο κύμα, αλλά υποδηλώνεται με αποσιωπητικά. Έτσι η σημασία της περιγραφής της κοπέλας δεν αποκομίζεται από την αναφορά στον εξωτερικό κόσμο, αλλά υπονοείται από ένα άλλο κείμενο. Η περιγραφή της ομορφιάς μπορεί αρχικά να διαβαστεί ως παραπομπή σ’ ένα στερεότυπο ομορφιάς, πράγμα που φαίνεται να είναι και η πρόθεση του περιγράφοντος.

Ένα από τα στοιχεία που διαμορφώνουν δραστικά την όλη εξέλιξη των γεγονότων είναι η ομωνυμία ανάμεσα στην κόρη Μοσχούλα και την αίγα Μοσχούλα. Μπορεί να φαίνεται συμπτωματική, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για συγγραφικό εύρημα. Έτσι τίθεται σε κίνηση ο μύθος και αναπτύσσονται σταδιακά διλημματικές καταστάσεις που δραματοποιούν έντονα την τροχιά, την ανέλιξη και την κορύφωση της αφήγησης. Η ομωνυμία πηγάζει από τον ίδιο τον ήρωα και βασίζεται στην, κατά τη γνώμη του, εξωτερική ομοιότητα των δυο αντικειμένων αναφοράς κι έτσι κατοχυρώνει τη μερική συνωνυμία. Αυτό σημαίνει πως τα δυο παραδείγματα (Μοσχούλα-κόρη, Μοσχούλα-κατσίκα) συμφύρονται με τέτοιο τρόπο στη συνείδηση του βοσκού, ώστε το ένα μπορεί να υποκαθιστά το άλλο. Τελικά όμως η υποκατάσταση είναι αδύνατη, επειδή οι διαφορές είναι περισσότερες από τις ομοιότητες. Η σωτηρία της μιας συνεπάγεται τη θυσία της άλλης. Η αγάπη και η φιλοστοργία για τη μια δε συμβιβάζεται με την αγάπη προς την άλλη.

Γ’ ενότητα: «Μίαν εσπέραν … ελούετο» Το εσπερινό μπάνιο. Η Μοσχούλα γυμνή

Στην ενότητα αυτή ο ήρωας τοποθετείται στο χρόνο και το χώρο του κυρίως επεισοδίου και της κορύφωσης της δράσης. Μετά από μια περιγραφική παύση, όπου περιγράφεται μέσω της προοπτικής του αφηγητή το εσπερινό θαλάσσιο τοπίο, αρχίζει μια κλιμάκωση της δράσης με το μπάνιο του βοσκού και το ξάφνιασμά του από την απρόσμενη παρουσία της Μοσχούλας. Αξιοσημείωτη είναι και η προσήμανση, όπου ο βοσκός αποφασίζει να δέσει την κατσίκα με σκοινί (που θα την πνίξει αντί να την προστατεύσει), ενώ το υπόλοιπο κοπάδι το αφήνει ελεύθερο. Η συγκλονιστική συνάντηση του βοσκού με τη γυμνή Μοσχούλα πραγματοποιείται σε ένα παραδείσιο σκηνικό, τη στιγμή που ο ήρωας θαυμάζει εκστατικά τις ομορφιές της φύσης. Σ’ αυτό το κλίμα εντάσσεται αιφνιδιαστικά η ομορφιά της κοπέλας, κορυφώνοντας το ενδιαφέρον του ήρωα και του αναγνώστη. Το πλατάγισμα της Μοσχούλας παραπέμπει στο πλατάγισμα της Ακριβούλας στο Μοιρολόι της φώκιας, είναι ο πρώτος ήχος που σπάει τη σιωπή και λειτουργεί ως δραματικό απρόοπτο, ως σημαντικό στοιχείο πλοκής που καθορίζει την εξέλιξη της δράσης.

Δ’ ενότητα: «Την ανεγνώρισα …τα επίγεια» Το όνειρο στο κύμα

Κλιμάκωση της αγωνίας και τον διλημμάτων του ήρωα. Το εξαίσιο θέαμα που απολαμβάνει στην αρχή της ενότητας ο ήρωας τον τοποθετεί μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, σε μια ατμόσφαιρα υπερκόσμια, εισάγοντάς μας στο καθαρά λυρικό τμήμα του διηγήματος. Αρχικά σκέφτεται να φύγει αθόρυβα, για να μην εκτεθεί, δεν το κάνει όμως καθώς είναι σίγουρος ότι θα τον αντιληφθεί η κοπέλα. Στην συνέχεια σκέφτεται να ειδοποιήσει την κοπέλα, αλλά δεν το κάνει λόγω της ατολμίας του. Σκέφτεται να περιμένει, αλλά φοβάται μήπως ενδώσει στον πειρασμό και τέλος, σχεδιάζει να φύγει απαρατήρητος, κολυμπώντας προς την αντίθετη πλευρά Εγκαταλείπει όμως κι αυτό το σχέδιο για τι του φαίνεται ακατόρθωτο και γιατί ανησυχεί για το κοπάδι του. Τελικά, υποκύπτει στον πειρασμό, μένει και βλέπει τη Μοσχούλα, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του με ένα αντεπιχείρημα, αφού παραδέχεται πως υπάρχει πειρασμός, αλλά θεωρεί τον εαυτό του απονήρευτο και πιστεύει ότι δε θα υποκύψει σ’ αυτόν. Aυτό αποτελεί πρόφασις εν αμαρτίᾳ, αφού στην πραγματικότητα ο ήρωας ενδίδει στον πειρασμό και απολαμβάνει το εξαίσιο θέαμα που περιγράφεται με άφθονα εκφραστικά μέσα (ονειρικές εικόνες, πολλά επίθετα, παρομοιώσεις, μεταφορές, οξύμωρο, ασύνδετα). Η λεπτομερής περιγραφή του γυμνού σώματος της κοπέλας αποκαλύπτει την περιέργειά του, το θαυμασμό του για το γυμνό γυναικείο κορμί αλλά και μια ερωτική επιθυμία, που είναι κυρίαρχη σε όλη τη σκηνή.

Ε’ ενότητα: «Δεν δύναμαι να είπω … το ταλαίπωρον ζώον;» Οι αναστολές του νεαρού βοσκού

Κυριαρχούν οι αμφισημίες (σκοινί, Μοσχούλα) και τα αντιφατικά συναισθήματα του ήρωα, ενώ ο αφηγηματικός ρυθμός επιβραδύνεται εν ονόματι της αιτιολόγησης των αισθημάτων. Ο νεαρός βοσκός προσπαθεί να αναστείλει την ερωτική επιθυμία και φοβάται ακόμη και να την ομολογήσει. Γοητευμένος από το θέαμα που αντικρίζει, διατυπώνει ευχές – κατάρες, αφού θέλει να πάθει κάτι κακό η Μοσχούλα, για να βρει αφορμή να τρέξει κοντά της. Οι ευχές του πάντως δεν τον τιμούν. Εξακολουθεί να είναι κυριευμένος από τον πειρασμό. Για χάρη της Μοσχούλας, για να μην τρομάξει, τρέχει προς τη Μοσχούλα-αίγα, που ξαφνικά άρχισε να βελάζει και τον έβγαλε από το όνειρο. Στο μεταξύ θυμάται ότι η κατσίκα είναι δεμένη με σχοινί κι ανησυχεί για την τύχη της. Λειτουργώντας σπασμωδικά τρέχει προς την κατσίκα κι έτσι γίνεται αντιληπτός από τη λουόμενη. Το βέλασμα της κατσίκας είναι ο δεύτερος ήχος και λειτουργεί ως δραματικό απρόοπτο, αφού επαναφέρει τον ήρωα στην πραγματικότητα και καθορίζει τις κινήσεις του.

Στ’ ενότητα: «Δεν ηξεύρω … το ίδιον όνειρόν του.» Η αγωνιώδης προσπάθεια για τη σωτηρία.

Η κοπέλα στο άκουσμα της κατσίκας και στη θέα του βοσκού τα χάνει και κινδυνεύει να πνιγεί. Η κραυγή φόβου που βγάζει είναι ο τρίτος διαδοχικά ήχος στη σιωπή του τοπίου, που λειτουργεί ως στοιχείο πλοκής και βάζει το νεαρό βοσκό μπροστά σε νέο δίλημμα: να απομακρυνθεί ή να τρέξει κοντά της για βοήθεια. Βασικό στοιχείο στην εξέλιξη των γεγονότων (δραματικό απρόοπτο) αποτελεί και η εμφάνιση της λέμβου, λίγο πριν ο μύθος φτάσει στην πιο τεταμένη στιγμή. Αυτή η εμφάνιση κάνει τελικά το βοσκόπουλο να ξεπεράσει τις διλημματικές του καταστάσεις, τον εσωτερικό του διχασμό και την ατολμία του. Έτσι η λέμβος λειτουργεί ως δραστικό στοιχείο πλοκής που, σε μια στιγμή ακινησίας και μετεωρισμού του βοσκόπουλου, πυροδοτεί και ενεργοποιεί αποφασιστικά τη βούληση και τη δράση του. Παραμερίζει τους ενδοιασμούς του και ξεχνά το αγαπημένο του ζώο. Φέρεται με ηρωισμό και δείχνει αλτρουισμό.

Η σχέση βοσκόπουλου-Μοσχούλας φτάνει στην κορύφωσή της σ’ αυτήν την ενότητα περνώντας από τρία στάδια:

1.Τα δυο πρόσωπα ανταλλάσσουν, από κάποια απόσταση, ελάχιστες σκόρπιες φράσεις που, με παιδική αφέλεια, πειρακτική διάθεση και υποκρινόμενη νεανική αδιαφορία, υποκρύπτουν μια δειλά και άτολμα εκφραζόμενη και αυτοσυγκρατούμενη εφηβική ερωτικότητα. (Β’ ενότητα)
2.Αφετηρία της είναι η πτώση της Μοσχούλας στη θάλασσα και κατάληξή της η οπτική και έκθαμβη βίωση του ερωτικού θαύματος (Γ’ , Δ’ ενότητα)
3.Καταλήγει σε μια μέγιστη ένταση: τα δυο νεανικά σώματα ανταμώνουν, αλλά μέσα στα καθαρτήρια νερά της θάλασσας, σε μια απτική πλέον στιγμή. Σ’ αυτή την αμοιβαία επαφή έχει χαθεί οριστικά κάθε στοιχείο ερωτικότητας και αισθησιασμού, γιατί το βοσκόπουλο είναι ο αγωνιών και προσπαθών σωτήρας της κόρης και η κόρη η απρόσμενα σωζόμενη.
Εδώ ακριβώς κλείνει και το Όνειρο στο κύμα . Τα όσα ακολουθούν συνιστούν ένα επιλογικό μετα-αφηγηματικό σχόλιο, καθώς τυπικά ανήκει στην πράξη του αφηγείσθαι είναι κατά πολύ μεταγενέστερο σε σχέση με την ιστορία.

Ζ’ ενότητα: «Ἡ Μοσχούλα … εις τα όρη». Η ανάμνηση της εφηβικής εμπειρίας. Σχόλιο για το παρόν.

Μεταφερόμαστε στο αφηγηματικό παρόν. Στην αρχή της ενότητα μαθαίνουμε την έκβαση της ιστορίας με τις Μοσχούλες (Η κόρη σώθηκε, η αίγα πνίγηκε). Ο αφηγητής μιλά για τη Μοσχούλα με ψυχρότητα και αδιαφορία, αφού το όνειρο που του προσέφερε ήταν η ποιητική εικόνα της στιγμής, κι ο λόγος του για την ώριμη Μοσχούλα είναι μάλλον υποτιμητικός («θυγάτηρ της Εύας»). Ο αφηγητής εκφράζει μεταμέλεια («Φευ! Ακριβώς η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάνει να γίνω μοναχός») και βεβαιώνει, επίσης ρητά, το σύνδρομο του αποτυχημένου βίου που τον συνακολουθεί.

Αυτοβιογραφικός χαρακτήρας: Το γεγονός ότι ο Παπαδιαμάντης στο διήγημα αυτό πριμοδότησε τη μνήμη κι όχι τη φαντασία, έδωσε τη λαβή να χαρακτηρισθεί αυτοβιογραφικό. Στο διήγημα υπάρχουν ορατά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας του κειμένου είναι κυρίως ορατός στην τοποθέτηση της δράσης στη Σκιάθο, στη θρησκευτικότητα του ήρωα, αλλά και σ’ αυτή τη χαρακτηριστική αντίθεση ανάμεσα στο ευτυχισμένο «τότε» και σ’ ένα μίζερο «τώρα», αυτό το «σχήμα» ζωής που ως βιοπορισμός βουλιάζει μέσα στον αστικό τρόπο διαβίωσης και αναζητάει ρομαντικά ή ουτοπικά την επιστροφή σε ένα άλλο διαφορετικό βίο, που απηχεί και περιέχει το σχήμα ζωής του ίδιου του Παπαδιαμάντη. Μόνο που ο συγγραφέας απέκρυψε έντεχνα και με διπλό τρόπο το πρόσωπό του: ως αφηγηματική φωνή «κρύφτηκε» πίσω από το πρόσωπο του δυστυχισμένου δικηγόρου, που λειτουργεί ως μια πρώτη persona· ως δρων πρόσωπο απέκρυψε τον εαυτό του πίσω από το αμέριμνο και ευτυχισμένο βοσκόπουλο, που αποτελεί μια δεύτερη persona.

Ερμηνείες του διηγήματος:

•Αλληγορία της έκπτωσης του ανθρώπου από μια αρχική κατάσταση ευδαιμονίας σε μια δυστυχισμένη ανώφελη ζωή.
•Κυρίαρχο και προεξέχον στοιχείο αποτελεί η αντίθεση ανάμεσα στην απλή φυσική ζωή και σ’ εκείνη της πόλης, ανάμεσα στη φύση και τον πολιτισμό.
•Το διήγημα κυριαρχείται από την αντιπαράθεση της ευτυχισμένης εφηβείας στη φθορά της ωριμότητας.
•Αμφιταλάντευση ανάμεσα στο αισθησιακό και το υψηλό (Ελύτης)
•Κυριαρχεί το ερωτικό στοιχείο. Κυρίαρχη λογική του διηγήματος είναι η καταστολή του ερωτικού ενστίκτου, το στραγγάλισμα στης ερωτικής φαντασίωσης
•Η θάλασσα ως χώρος ερωτικής ένωσης.
Χαρακτηρισμός διηγήματος: 1. ρεαλιστικό-ηθογραφικό, 2. αυτοβιογραφικό-βιωματικό (βρίσκεται πολύ κοντά στο απομνημόνευμα και την εξομολόγηση), 3. ψυχογραφικό, 4. εφηβικό-ερωτικό, 5. «ειδυλλιακό», βουκολικό-ποιμενικό (το αρκαδικό τοπίο, το αμέριμνο βοσκόπουλο, «ο σατυρίσκος του βουνού», το σουραύλι, το κτήμα-καταφύγιο της ηρωίδας, το κοπάδι, ο έρωτας, η αναφορά σε νύμφες-νηρηίδες, το «θαλάσσιον άντρον»), 6. ρομαντικό (η φύση ως προσωπική εμπειρία, υποβλητικό σκηνικό, έξαρση συναισθήματος, υπερβολή, ανέφικτος έρωτας, νοσταλγία για τα περασμένα)

Α. Παπαδιαμάντης, Αυτοβιογραφούμενος, Επιμέλεια Παν. Μουλάς, Ερμής, Αθήνα, 1974

Νικήτας Παρίσης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τρία διηγήματα (Το μυρολόγι της φώκιας, Όνειρο στο κύμα, πατέρα στο σπίτι!) Αναζήτηση της αφηγηματικής λογικής, Μεταίχμιο, Αθήνα 2001

Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Αφηγηματικές τεχνικές στον Παπαδιαμάντη, 1887-1990, Κέδρος, Αθήνα 1987

Θ. Μαρκόπουλος, Αλ. Παπαδιαμάντη «Όνειρο στο κύμα». Άξονες σεναριακής προσέγγισης, περ. Φιλόλογος,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου