Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΛΥΚΕΙΟΥ

http://www.vlioras.gr/Philologia/Literature/Sxolika/Periexomena.htm

ΠΟΙΚΙΛΟ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

http://users.sch.gr/symfo/teleftea.htm

ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ

http://www.kessaris.edu.gr/images/stories/Mathimata/lykeio/C/C_lykio_neoeliniki-logotexnia_Theor-kat/Bibliotetradia/analyseis_keimenwn.pdf

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ "ΟΝΕΙΡΟ"

http://www.kessaris.edu.gr/images/stories/Mathimata/lykeio/C/C_lykio_neoeliniki-logotexnia_Theor-kat/Parousiasis/Oniro_sto_kima/oniro_stokima.html

ΜΙΑ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟ "ΟΝΕΙΡΟ"

http://11kai.blogspot.com/2009/11/blog-post_24.html

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΜΒΑΘΥΝΣΗΣ ΣΤΟ "ΟΝΕΙΡΟ"

http://www.vlioras.gr/Philologia/Literature/Sxolika/LykeiouC/PapadiamantisOneiro.htm

ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΑ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΛΑΘΗ

ΤΑ ΠΙΟ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΑ ΛΑΘΗ ….


Το σωστό είναι:

 διαφήμιση και όχι διαφήμηση
(= διαφημίζω)

 όσον αφορά και όχι ως αναφορά

 αντεπεξέρχομαι και όχι ανταπεξέρχομαι

 απαθανατίζω και όχι αποθανατίζω

 λανθασμένη επιλογή και όχι λάθος επιλογή

 ανέκαθεν και όχι από ανέκαθεν

 ανεξιθρησκία και όχι ανεξιθρησκεία
(αλλά θρησκεία)

 επιρροή και όχι επιροή

 επήρεια και όχι επίρεια

 παρεμπιπτόντως και όχι παρεπιπτόντως

 ανενημέρωτος και όχι ανημέρωτος

 οτιδήποτε και όχι ο,τιδήποτε

 πληροίς / πληροί και όχι πληρείς / πληρεί
(= πληρόω –ώ)

 να /θα επιστήσω και όχι να /θα εφιστήσω
(= εφιστώ)
(π.χ. την προσοχή)

 τίθενται (γ’ πληθ.) και όχι τίθονται

 στο πλαίσιο και όχι στα πλαίσια

 Το ρήμα βάλλω και τα σύνθετα του :

• με δύο –λ- στους εξακολουθητικούς χρόνους
π.χ. Για πολλά χρόνια επέβαλλε τη γνώμη του.

• με ένα –λ- στους στιγμιαίους και συντελεσμένους χρόνους
π.χ. Σήμερα κατέβαλε σοβαρή προσπάθεια.


 Το ευφωνικό –ν- (στο άρθρο: τον, την, στο αριθμητικό: έναν, στην προσωπική αντωνυμία: αυτήν, την, στα άκλιτα: δεν, μην) διατηρείται όταν ακολουθεί φωνήεν ή όταν ακολουθούν τα: κ, π, τ, μπ, ντ, γκ, τζ, τσ, ξ, ψ.
π.χ. την κίνηση, έναν πελάτη αλλά τη ζωή, δε θέλω.

 Τα ότι και ό,τι :
• ό,τι = οτιδήποτε
• ότι (ειδικός σύνδεσμος) = πως

π.χ. ό,τι πεις, είναι σεβαστό.
Δηλώνει ότι υπηρέτησε …

 • εμπειρία = βίωμα π.χ. Ο τοκετός είναι μοναδική εμπειρία για τη γυναίκα

• πείρα = σύνολο από εμπειρίες π.χ. Από την πολύχρονη θητεία του στην εκπαίδευση απέκτησε μεγάλη διδακτική πείρα.

 υπόψη / υπόψην αλλά υπ’ όψιν

ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ ΖΕΥΓΗ ΠΟΥ ΣΥΓΧΕΟΥΜΕ ΣΥΝΗΘΩΣ …

καταρχάς= στην αρχή, αρχικά, πρώτα πρώτα (χρόνος) καταρχήν= βασικά, σε γενικές γραμμές (τρόπος)
απλά= με απλό τρόπο απλώς= μόνο
τέλεια= με τελειότητα τελείως= εντελώς
έκτακτα= ευχάριστα, θαυμάσια, ωραία εκτάκτως= ξαφνικά
άμεσα (τροπικό επίρρημα) = απευθείας αμέσως (χρονικό επίρρημα) = τώρα, στη στιγμή
ιδιαίτερα= υπερβολικά ιδιαιτέρως= ξεχωριστά
ευχάριστα= απολαυστικά ευχαρίστως= πρόθυμα
αδιάκριτα= με αγένεια αδιακρίτως= χωρίς εξαίρεση

ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ
Α. Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

§1. Η λειτουργία των λέξεων μέσα στην πρόταση.

Μάθαμε ήδη ότι ο λόγος απαρτίζεται από λέξεις, οι οποίες κατατάσσονται σε δέκα ομάδες, που λέγονται μέρη του λόγου. Οι λέξεις, λοιπόν, αποτελούν το υλικό, τα βασικά δομικά στοιχεία το λόγου της προφορικής και της γραπτής έκφρασης. Οι λέξεις, όμως, όσο κι αν είναι το βασικό υλικό του λόγου, δεν έχουν νόημα από μόνες τους. Δεν εκφραζόμαστε με μεμονωμένες λέξεις ούτε, φυσικά, μπαίνουν τυχαία σε μια πρόταση. Πρέπει να μπουν σε μια σειρά, συν-τάσσονται σε οργανωμένο σύνολο, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, για να αποκτήσουν συγκεκριμένο νόημα, για να λειτουργήσουν.
Ακόμη, μια λέξη μπορεί να έχει κάθε φορά διαφορετικό νόημα.
π.χ. Ο ποντικός τρώγεται από τη γάτα (φαγώνεται)
Ο Πέτρος τρώγεται με τα ρούχα του. (ενοχλείται)
Αυτοί τρώγονται σαν τη γάτα με το σκύλο (μαλώνουν).
Γι’ αυτό, στο λόγο η βασική μονάδα έκφρασης είναι η πρόταση, - μέσα στην οποία οι λέξεις αποκτούν το πλήρες νόημά τους - και μέρη της πρότασης είναι οι λέξεις και οι ομάδες λέξεων, που την απαρτίζουν.
Η οργανωμένη ομάδα λέξεων που εκφράζει μόνο ένα νόημα, με σύντομη συνήθως διατύπωση, λέγεται πρόταση.
Οι λέξεις που απαρτίζουν την πρόταση παίζουν συγκεκριμένο λειτουργικό ρόλο. δηλ. η καθεμιά με την ιδιαίτερη σημασία της και το γραμματικό τύπο που παίρνει στη συγκεκριμένη φράση δίνει κάτι από το όλο μήνυμα της πρότασης.
π.χ. στην πρόταση «Ο κηπουρός κλάδεψε τα δένδρα» η λέξη ο κηπουρός έχει τη σημασία της και το γραμματικό της τύπο (ονομαστική ενικού) και ο ρόλος της είναι να δείξει ποιος έκανε την ενέργεια.
Η λέξη κλάδεψε έχει κι αυτή τη σημασία της και το γραμματικό της τύπο, και ο ρόλος της εδώ είναι να δείξει ποια ενέργεια έκανε ο κηπουρός.
Κάθε λέξη, ανάλογα με τη σημασία που παίρνει μέσα στην πρόταση και με το ρόλο που παίζει, κατατάσσεται σε μια μεγάλη κατηγορία λέξεων, σε ένα από τα δέκα μέρη του λόγου.

§2. Διαφορετικοί λειτουργικοί ρόλοι της ίδιας λέξης.

Παραδείγματα: Τα άγρια (επίθετο) ζώα ζουν στα δάση.
Τα ήμερα (επίθετο) ραδίκια δεν είναι και τόσο
νόστιμα
ήρθαν τα άγρια (ουσιαστικό) να διώξουν τα ήμερα
(ουσιαστικό).
Τα πρόθυμα (επίθετο) παιδιά ήρθαν αμέσως.
Ο Γιώργος βοηθάει τον αδερφό του πρόθυμα
(επίρρημα)
Παρατηρούμε στα παραδείγματα, ότι η ίδια λέξη άλλοτε λειτουργεί ως επίθετο και άλλοτε ως ουσιαστικό άλλοτε ως επίθετο και άλλοτε ως επίρρημα.
Για να κατατάξουμε λοιπόν, μια λέξη σε κάποιο από τα μέρη του λόγου, προσέχουμε το λειτουργικό της ρόλο, προσέχουμε δηλ. πως λειτουργεί μέσα στην πρόταση αν λειτουργεί ως επίθετο, ως ουσιαστι΄κο, ως επίρρημα.


§3. Το ονοματικό και το ρηματικό μέρος της πρότασης
Παραδείγματα
ΟΝΟΜΑΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΡΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
1. Η ακούραστη γιαγιά μας, ετοίμαζε το τραπέζι με πολλή φροντίδα
2. Η γιαγιά ετοίμαζε το τραπέζι
3. Ο Σταύρος, ο μικρός μου αδερφός, γύρισε, αργά
4. Ψίθυροι, ακούστηκαν
Παρατηρούμε ότι:
α) Κάθε πρόταση αποτελείται από δύο μέρη στο ένα βασική λέξη είναι το όνομα λ.χ. η γιαγιά, και γι’ αυτό λέγεται ονοματικό μέρος, ενώ στο άλλο βασική λέξη είναι το ρήμα, λ.χ. ετοίμαζε, και γι’ αυτό λέγεται ρηματικό μέρος.
β) Στο κάθε μέρος της πρότασης όλες οι λέξεις αποτελούν μια ομάδα π.χ. η ακούραστη γιαγιά μας. Αλλά στο ίδιο μέρος μπορεί μερικές λέξεις να δένονται μεταξύ τους περισσότερο από ότι με άλλες και να σχηματίζουν μικρότερες ομάδες μέσα στην ίδια μεγαλύτερη ομάδα π.χ. Ο Σταύρος ο μικρός μου αδερφός.
γ) Μπορεί μια μόνο λέξη να αποτελεί το ένα από τα δύο μέρη της πρότασης (παραδ. 4)

Τα λεκτικά σύνολα
Οι λέξεις που δένονται μεταξύ τους περισσότερο από ότι με άλλες και σχηματίζουν ομάδες μέσα στην πρόταση λέγονται λεκτικά σύνολα. Τα λεκτικά σύνολα έχουν ως πυρήνα μια λέξη που δίνει τη βασική τους σημασία λ.χ. στο παράδ. 1 πυρήνες είναι η γιαγιά και ετοίμαζε.
Κάποτε και μια μόνο λέξη είναι λεκτικό σύνολο.


Τα είδη των λεκτικών συνόλων
α) Το λεκτικό σύνολο που έχει πυρήνα του ένα όνομα (ουσιαστικό ή επίθετο) λέγεται ονοματικό σύνολο (ΟΣ):
π.χ. Ο αδερφός μου, έφυγε
Κάποιο πρωινό είδα στο δάσος ένα μεγάλο λαγό,
Ο Γιώργος είναι πλούσιος σε αισθήματα.
β) Το λεκτικό σύνολο που έχει πυρήνα του ένα ρήμα λέγεται ρηματικό σύνολο (ΡΣ):
π.χ. Ο παππούς, καθόταν,
Ο παππούς καθόταν στο πεζούλι,
Η γιαγιά έκοψε το ψωμί με το μαχαίρι.
γ) Το λεκτικό σύνολο που αποτελείται από ένα ή περισσότερα επιρρήματα λέγεται επιρρηματικό σύνολο (ΕΣ):
π.χ. Ο Σταμάτης ήρθε αργά, Ο Πέτρος πήγε αρκετά καλά.
δ) Το λεκτικό σύνολο που εισάγεται με πρόθεση λέγεται προθετικό σύνολο (ΠΣ):
π.χ. Ο παπάς του χωριού έφτασε σε βαθιά γεράματα,
Από δω και πέρα θα προσπαθήσω περισσότερο.

Η μετακίνηση των λεκτικών συνόλων
Μέσα σε μια πρόταση, η θέση των λεκτικών συνόλων δεν είναι σταθερή.
π.χ. Ο σκύλος γάβγιζε εκείνη τη στιγμή
Εκείνη τη στιγμή ο σκύλος γάβγιζε
Ο σκύλος εκείνη τη στιγμή γάβγιζε.



§4. Απλές και αναπτυγμένες μορφές του ονοματικού και του ρηματικού μέρους της πρότασης.
α) Απλές και αναπτυγμένες μορφές του ονοματικού μέρους.
Τι είναι υποκείμενο.
Το ονοματικό μέρος της πρότασης, ή ονοματικό σύνολο (ΟΣ) μπορεί να έχει:
1) απλή μορφή, δηλ. να αποτελείται από ένα απλό ονοματικό σύνολο (ΟΣ)
π.χ. Η μητέρα γέλασε, Ο γιατρός ήρθε.
2) αναπτυγμένη μορφή, δηλ. να αποτελείται από ένα απλό ονοματικό σύνολο (ΟΣ) συμπληρωμένο και με άλλες λέξεις.
π.χ. Ο γιατρός του χωριού μας, ο κ. Δημητριάδης, επέστρεψε.
Το ΟΣ το οποίο φανερώνει ποιος ενεργεί ή δέχεται μια ενέργεια ή βρίσκεται σε μια κατάσταση, λέγεται υποκείμενο του ρήματος.
Το υποκείμενο συνήθως μπαίνει μπροστά από το ρήμα και είναι πάντοτε σε πτώση ονομαστική. Το βρίσκουμε αν απαντήσουμε στην ερώτηση που σχηματίζεται με το ποιος και το ρήμα της πρότασης.
π.χ. ποιος γέλασε; Η μητέρα. Είναι το υποκείμενο (Υ) του ρήματος γέλασε.
Το υποκείμενο το παριστάνουμε συνήθως με τα σύμβολα ΟΣ1 και μπορεί να είναι ουσιαστικό, αντωνυμία, ουσιαστικοποιημένο επίθετο, καθώς και κάθε άλλη λέξη ομάδα λέξεων ή πρόταση με το άρθρο ή χωρίς άρθρο, όταν παίρνουν τη θέση ουσιαστικού.
β) Απλές και αναπτυγμένες μορφές του ρηματικού μέρους.
Το ρηματικό μέρος της πρότασης φανερώνει εκείνο που λέγεται για το υποκείμενο και μπορεί να έχει:
1) απλή μορφή λ.χ. Η Μαρία παίζει.
2) αναπτυγμένη μορφή λ.χ. Η Μαρία παίζει κάθε απόγευμα στην πλατεία.
Το ρηματικό μέρος της πρότασης λέγεται και ρηματικό σύνολο (ΡΣ).

Το αντικείμενο - το κατηγορούμενο - το κατηγόρημα
Τρεις είναι οι απλές μορφές του ΡΣ και προκύπτουν από τα τρία είδη του ρήματος (αμετάβατο, μεταβατικό, συνδετικό).
Πίνακας με απλά ρηματικά σύνολα (ΡΣ)
ΟΣ ΡΣ Ανάλυση ΡΣ
1. Η μητέρα έτρεξε
Ρ ή Κα Ρ
2. Ο Κώστας χτύπησε την πόρτα
Ρ Α
Κα Ρ+Α
Ο Γιώργος έδωσε τον αναπτήρα στον παππού
Ρ Α (Α) Ρ+Α(Α)
3. Η Ελένη είναι αδύνατη
Σ Κ Ρ+Κ
Η Τίνα έγινε καθηγήτρια
Σ Κ
Κα Ρ+Κ
Ρ=ρήμα, Κα=κατηγόρημα, Σ=συνδετικό, Α=αντικείμενο, Κ=κατηγορούμενο
Απλό ΡΣ, όπως βλέπεις στον παραπάνω πίνακα, είναι εκείνο που αποτελείται:
1) από ένα αμετάβατο ρήμα μόνο (Ρ), παράδειγμα 1.
2) από ένα μεταβατικό ρήμα μαζί με το αντικείμενό του (Ρ+Α) παραδ. 2
3) από ένα συνδετικό ρήμα μαζί με το κατηγορούμενο (Ρ+Κ), παραδ. 3.
Η καθεμιά από τις τρεις απλές μορφές του ΡΣ (έτρεξε - χτύπησε την πόρτα - είναι αδύνατη) λέγεται και κατηγόρημα.

Αμετάβατα και μεταβατικά ρήματα.
Τα ρήματα που φανερώνουν ότι το υποκείμενό τους ενεργεί, λέγονται ενεργητικά και διακρίνονται:
1) σε αμετάβατα, που δείχνουν ότι το υποκείμενό τους ενεργεί, αλλά η ενέργειά του δεν πηγαίνει σε άλλο πρόσωπο ή πράγμα.
π.χ. το ρήμα έτρεξε (παραδ. 1) είναι αμετάβατο (δεν έχει αντικείμενο)
2) σε μεταβατικά, που δείχνουν ότι το υποκείμενό τους ενεργεί και η ενέργειά του πηγαίνει (μεταβαίνει) σε άλλο πρόσωπο ή πράγμα, ή το επηρεάζει, π.χ. τα ρήματα χτύπησε και έδωσε (παραδ. 2) είναι μεταβατικά. (έχουν αντικείμενο)
Το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο πηγαίνει η ενέργεια του υποκειμένου του μεταβατικού ρήματος λέγεται αντικείμενο, λ.χ. την πόρτα - τον αναπτήρα - στον παππού (παραδ. 2) είναι αντικείμενα.
Το αντικείμενο μπαίνει συνήθως σε πτώση αιτιατική και μπορεί να είναι ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία, μετοχή ή και κάθε άλλο μέρος του λόγου και μια πρόταση ολόκληρη, με το άρθρο ή χωρίς άρθρο μπροστά τους, όταν αυτά παίρνουν στο λόγο θέση ουσιαστικού.
Παραδείγματα:
α) Ο τεχνίτης επισκευάζει τη βρύση
β) Οι εργάτες άνοιξαν λάκκο.
γ) Ο Πέτρος μοιάζει του πατέρα (γενική πτώση)
δ) Περίμενε τον καλό της
ε) Η Μαγδαληνή είδε Εκείνον
στ) Φοβάται μήπως κόψουν το νερό.
Λίγα ρήματα παίρνουν αντικείμενο σε πτώση γενική. Η γενική αυτή μπορεί να αντικατασταθεί με εμπρόθετο αντικείμενο (παρ. γ) με τον πατέρα.
Μερικά ρήματα (δίπτωτα) παίρνουν δύο αντικείμενα, σε πτώση αιτιατική και τα δύο ή σε αιτιατική και γενική, και το μεν ένα λέγεται άμεσο αντικείμενο Α, το δε άλλο έμμεσο αντικείμενο (Α).

Συνδετικό - Κατηγορούμενο
Τα ρήματα είμαι, γίνομαι, φαίνομαι κ.τ.ο. συνδέουν ονόματα με τα υποκείμενά τους. Το όνομα, στις περιπτώσεις αυτές, δίνει μια ιδιότητα στο υποκείμενο και λέγεται κατηγορούμενο.
λ.χ. το επίθετο αδύνατη και το ουσιαστικό καθηγήτρια στα παραδ. 3 είναι κατηγορούμενο, το ρήμα είμαι (γίνομαι, φαίνομαι κ.τ.ο. δες ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΟΕΔΒ σελ. 17, 18), επειδή συνδέει το κατηγορούμενο με το υποκείμενο, λέγεται συνδετικό.
Το κατηγορούμενο κανονικά μπαίνει στην ίδια πτώση με το υποκείμενο δηλ. στην ονομαστική. Όταν όμως είναι ουσιαστικό μπορεί να μπει και σε πτώση γενική (γενική κατηγορηματική).

§5. Τα είδη των προτάσεων
1. Προτάσεις με βάση τη δομή τους.
(Απλή, σύνθετη, επαυξημένη και ελλειπτική πρόταση)

α) Απλή πρόταση:
1) Η κοπέλα ήρθε Υ+Ρ
2) Η κοπέλα άνοιξε το παράθυρο Υ+Ρ+Α
Ο Φώτης έδωσε έναν κατάλογο στον προϊστάμενο Υ+Ρ+Α (Α)
3) Η κοπέλα είναι δραστήρια Υ+Ρ+Κ
Η πρόταση που αποτελείται από ένα υποκείμενο και κατηγόρημα λέγεται απλή. Το υποκείμενο και το κατηγόρημα λέγονται κύριοι όροι της πρότασης.

β) Σύνθετη πρόταση:
Η πρόταση που έχει δύο ή περισσότερα υποκείμενα ή κατηγορούμενα ή αντικείμενα λέγεται σύνθεση πρόταση.
Αυτά συνδέονται μεταξύ τους με κάποιο σύνδεσμο ή χωρίζονται με κόμμα.
π.χ. Ο Πέτρος και ο αδερφός του σπουδάζουν
Ο Αριστείδης ήταν δίκαιος, τίμιος και γενναίος
Ο ψαράς ετοίμαζε τα δίχτυα, τα δολώματα, το παραγάδι.
γ) Επαυξημένη πρόταση:
Η κοπέλα του γραφείου ήρθε (προσδιορισμός στο υποκείμενο)
Η κοπέλα ήρθε πολύ πρωί σήμερα (προσδιορισμός στο κατηγόρημα)
Η πρόταση που έχει εκτός από τους κύριους όρους και δευτερεύοντες όρους ή προσδιορισμούς (πληροφορίες - συμπληρώματα) λέγεται επαυξημένη)
Οι προσδιορισμοί είναι πληροφορίες που εξηγούν, καθορίζουν, αναπτύσσουν περισσότερο ή συμπληρώνουν την έννοια των κύριων όρων.
Μια πρόταση μπορεί να είναι και σύνθετη και επαυξημένη
π.χ. Ο Μιλτιάδης και ο Θεμιστοκλής πολέμησαν εναντίον των Περσών.
δ) Ελλειπτική πρόταση:
Καλημέρα (σου εύχομαι). Για πού; (πηγαίνεις;). έρχομαι (σε σένα).
Η πρόταση από την οποία λείπουν ένας ή περισσότεροι όροι, επειδή εννοούνται εύκολα από τα συμφραζόμενα λέγεται ελλειπτική.

2. Οι προτάσεις με βάση το περιεχόμενό τους.
(προτάσεις κρίσεως, επιθυμίας, ερωτηματικές, επιφωνηματικές)
α) Προτάσεις κρίσεως: με τις οποίες δίνουμε μια πληροφορία ή εκφράζουμε μια κρίση π.χ. Ο Γιώργος πήγε ταξίδι.
β) Προτάσεις επιθυμίας: με τις οποίες εκφράζουμε μια επιθυμία, προτροπή, προσταγή, π.χ. Πάρε και τη φωτογραφική μηχανή μαζί σου.
γ) Ερωτηματικές προτάσεις: με τις οποίες διατυπώνουμε μια ερώτηση.
π.χ. Θα επισκεφτείς και την Κνωσό;
δ) Επιφωνηματικές προτάσεις: με τις οποίες εκφράζουμε ένα συναίσθημα (έκπληξη ή θαυμασμό) π.χ. θα κάνεις αγώνα δρόμου με το δελφίνι!
Παρατήρηση: Στις προτάσεις κρίσεως προηγείται συνήθως το υποκείμενο ενώ σ’ όλες τις άλλες συνήθως προηγείται το ρήμα.


3. Τα είδη των προτάσεως ως προς την ποιότητα.
(Καταφατικές - αρνητικές)
α. Εμείς θα πάμε στην Κρήτη α1. Δε θα πάμε στην Κρήτη
β. Έλα τότε μαζί μας β1. Μην έρχεσαι τότε μαζί μας
γ. Θα πάτε και στην Κνωσό; γ1. Δε θα πάτε και στην Κνωσό

Κάθε πρόταση (κρίσεως, επιθυμίας κ.λ.π.) μπορεί να είναι καταφατική, δηλ. το ρήμα της να είναι θετικό, ή αρνητική δηλ. το ρήμα της να συνοδεύεται από αρνητικό επίρρημα. Η αρνητική λέγεται και αποφατική.

4. Τα είδη των προτάσεως ως προς τη σχέση τους με άλλες.
(Κύριες - δευτερεύουσες)
Κύριες:
α) Προσπάθησα πολύ
β) Δεν κατάλαβα τίποτα
γ) Προσπάθησα πολύ, αλλά δεν κατάλαβα τίποτα
Μια πρόταση που μπορεί να σταθεί μόνη της στο λόγο, λέγεται κύρια ή ανεξάρτητη.
Οι κύριες προτάσεις συνδέονται μεταξύ τους με συνδέσμους συμπλεκτικούς, αντιθετικούς, διαχωριστικούς κ.τ.λ. και η σύνδεση αυτή λέγεται παρατακτική.

Δευτερεύουσες:
α. Δεν πήγε στο σχολείο, γιατί ήταν άρρωστος.
β. Όταν ταξίδευε ο πατέρας περνούσαμε καλά.
Μια πρόταση που δεν μπορεί να σταθεί μόνη της στο λόγο, αλλά χρησιμεύει για να προσδιορίσει μια άλλη πρόταση ή έναν όρο προτάσεως, λέγεται δευτερεύουσα ή εξαρτημένη.
Η δευτερεύουσα πρόταση συνδέεται με την πρόταση που προσδιορίζει με έναν από τους υποτακτικούς συνδέσμους (αιτιολογικούς, χρονικούς κ.τ.λ.) ή με αναφορική αντωνυμία κ.τ.λ. και η σύνδεση αυτή λέγεται υποτακτική.

Η σύνδεση των προτάσεων μιας περιόδου.
Από τους συνδέσμους οι συμπλεκτικοί, οι διαχωριστικοί και οι αντιθετικοί ενώνουν ισοδύναμες προτάσεις (κύρια και κύρια, δευτερεύουσα με δευτερεύουσα).
Οι σύνδεσμοι: ειδικοί, χρονικοί, αιτιολογικοί, υποθετικοί, τελικοί, αποτελεσματικοί, διστακτικοί και μερικές άλλες λέξεις μπαίνουν στην αρχή μιας δευτερεύουσας πρότασης και τη συνδέουν με μια κύρια ή με μια άλλη δευτερεύουσα πρόταση.




§8. Ονοματικοί προσδιορισμοί.
Ομοιόπτωτοι και ετερόπτωτοι προσδιορισμοί.
ΟΣ1 ΟΣ2
Παραδείγματα: Η Άννα η αδερφή μου είναι γυμνάστρια
ΟΣ1 ΟΣ1
Διάβασες το γράμμα της μητέρας.
Το ουσιαστικό συχνά δεν είναι μόνο του στην πρόταση. Συνοδεύεται από ένα άλλο ουσιαστικό ΟΣ2 που το προσδιορίζει και συμπληρώνει την έννοιά του.
Ονοματικός προσδιορισμός είναι κάθε όνομα ή αντωνυμία που προσδιορίζει κάποιο άλλο όνομα.
Ο ονοματικός προσδιορισμός μπορεί να βρίσκεται:
1. Στην ίδια πτώση (όμοια) με τη λέξη που προσδιορίζει (Η Άννα, η αδερφή μου) και τότε ονομάζεται ομοιόπτωτος προσδιορισμός.
2. Σε άλλη πτώση (έτερη) από τη λέξη που προσδιορίζει (το γράμμα της μητέρας) και τότε ονομάζεται ετερόπτωτος προσδιορισμός.
Το ΟΣ2 που προσδιορίζει το ΟΣ1 μπαίνει συνήθως μέσα σε κόμματα, ιδιαίτερα όταν είναι παράθεση ή επεξήγηση.

§9. Επιρρηματικοί προσδιορισμοί.
α. Γράφω αυτές τις σκέψεις βιαστικά
β. Ήρθε η κόρη του γελώντας
γ. Ώρες καθόμουν και κοίταζα τη θάλασσα
δ. Ο δρόμος περνά μπροστά από το σπίτι.

Επιρρηματικός προσδιορισμός ή επιρρηματικό σύνολο (ΕΣ) λέγεται κάθε επίρρημα (αλλά και άλλες λέξεις)
Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί, όπως και η ίδια η λέξη το δηλώνει (επί+ρήμα) προσδιορίζουν τα ρήματα (αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και τα επίθετα και τα ουσιαστικά και τα επιρρήματα), για να συμπληρώσουν την έννοια τους και να γίνει πιο συγκεκριμένη και πιο σαφής.
Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί φανερώνουν τόπο, χρόνο, τρόπο, ποσό, αιτία, σκοπό, αποτέλεσμα, προϋπόθεση, βεβαίωση, άρνηση, δισταγμό κ.α.

§10. Εμπρόθετοι προσδιορισμοί
α. Ήταν περήφανος για το κατόρθωμά του.
β. Οι καταστροφές από το σεισμό ήταν πολλές.

Εμπρόθετος προσδιορισμός ή προθετικό σύνολο (ΠΣ) είναι ένα σύνολο λέξεων, που αποτελείται από πρόθεση και τη λέξη ή τις λέξεις που η πρόθεση αυτή συνοδεύει.
Τα πτωτικά που συνοδεύονται από προθέσεις, μπαίνουν κανονικά σε πτώση αιτιατική.

Β. Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ
§11. Τι είναι παράγραφος;
Όταν γράφει κάποιος ένα κείμενο, μια έκθεση, μια ομιλία, ένα γράμμα, ένα δημοσίευμα, ένα βιβλίο, ασφαλώς θέλει να πει κάποια πράγματα, να διατυπώσει κάποιες σκέψεις, να εκφράσει κάποιες απόψεις, ιδέες, ή συναισθήματα. Για να πετύχει το σκοπό του πρέπει αυτά που θέλει να πει να τα γράψει με τρόπο που να βοηθά τους άλλους να καταλάβουν εύκολα. Θα τα καταλάβουν, λοιπόν, οι άλλοι καλύτερα, αν τα παρουσιάσει ένα ένα και όχι όλα μαζί ανακατεμένα.
Είναι ανάγκη, επομένως πρώτα ο ίδιος να ξεκαθαρίσει στο μυαλό του για ποια πράγματα θα μιλήσει και στη συνέχεια να τα γράψει έτσι ξεκάθαρα ένα ένα. Κάθε σκέψη ή ιδέα που θα αναπτύσσει, θα αποτελεί ένα κομμάτι του κειμένου. Αυτό ακριβώς το κομμάτι του κειμένου είναι η παράγραφος.
Ώστε, παράγραφος είναι ένα κομμάτι του λόγου, στο οποίο αναπτύσσεται μια και μόνη σκέψη, άποψη ή ιδέα.
Εύκολα καταλαβαίνει κανείς τώρα, ότι σε ένα κείμενο που έγραψε κάποιος που ξέρει να γράφει σωστά, όσα είναι τα κομμάτια του κειμένου, οι παράγραφοι, τόσες είναι και οι σκέψεις, οι ιδέες που αναπτύσσονται.

§12. Η σημασία της παραγράφου
Όταν ξέρει κανείς να γράφει σωστά μια παράγραφο, ξέρει να γράψει ένα κείμενο, γιατί ένα κείμενο δεν είναι τίποτε άλλο από μια σειρά παραγράφων, που δένονται μεταξύ τους και αναπτύσσουν ένα θέμα από όλες τις πλευρές.
Είναι ολοφάνερο πως ένα κείμενο που είναι γραμμένο έτσι το κατανοεί κανείς ευκολότερα και εύκολα μπορεί να το διατηρήσει στη μνήμη του, αν χρειαστεί.
Αυτή είναι και η σημασία της παραγράφου και η αξία της δόμησης ενός κειμένου σε παραγράφους.

§13. Δομή της παραγράφου
Παραδείγματα παραγράφων:
1. Ο Κολοκοτρώνης είχε όλα τα χαρίσματα του καλού αρχηγού. Είχε σώμα εύρωστο και παράστημα επιβλητικό το βλέμμα του ήταν ζωηρό και αστραποβόλο και η βροντερή φωνή του έδινε θάρρος στους συμπολεμιστές του και σκόρπιζε το φόβο και τον τρόμο στον εχθρό. Διακρινόταν ακόμα για την αντρεία του, την ευφυΐα, τη στρατιωτική ικανότητα, την τόλμη και τη σωφροσύνη. Σε όλη τη διάρκεια της επαναστάσεως υπήρξε η εξοχότερη στρατιωτική φυσιογνωμία.
2. Όταν επαναστάτησαν τα άλλα νησιά του Αιγαίου πελάγους, η Χίος δεν κινήθηκε. Οι κάτοικοί της ήταν φιλήσυχοι κι εργατικοί, ασχολούνταν με το εμπόριο, τη ναυτιλία και την καλλιέργεια των μαστιχόδενδρων. Την εκλεκτή μαστίχα που έβγαζαν την έστελναν στο σουλτάνο για τις γυναίκες του χαρεμιού του. Γι’ αυτό ο σουλτάνος τους είχε παραχωρήσει ιδιαίτερα προνόμια και δεν ένιωθαν πολύ βαρύ το ζυγό της τυραννίας. Έτσι δεν αισθάνονταν άμεσα την ανάγκη να επαναστατήσουν.
Όπως θα παρατηρήσεις και στα παραδείγματα κάθε παράγραφος αποτελείται από τρία μέρη: α) τη θεματική περίοδο, β) τα σχόλια ή λεπτομέρειες, γ) τη περίοδο κατακλείδα.
α) Η θεματική περίοδος είναι η πρώτη φράση της παραγράφου. Σ’ αυτήν ο συγγραφέας παρουσιάζει το θέμα (θεματική) της παραγράφου επιγραμματικά, την κύρια ιδέα της. διαβάζοντας λοιπόν, την πρώτη περίοδο μιας παραγράφου, καταλαβαίνουμε για ποιο πράγμα μιλάει η παράγραφος.
β) Ακολουθούν τα σχόλια ή λεπτομέρειες, δηλαδή η ανάπτυξη της παραγράφου. Το μέρος αυτό είναι το μεγαλύτερο και πρέπει να δικαιολογεί, να αναλύει και να υποστηρίζει τη θεματική περίοδο. Φροντίζουμε εδώ να γράψουμε για τα σπουδαιότερα πράγματα, τα ουσιώδη, όχι ασήμαντες λεπτομέρειες, ούτε περιττά και άσχετα με το θέμα. Προσέχουμε αυτά που γράφουμε να έχουν σχέση μεταξύ τους και να ακολουθούν μια λογική σειρά. Ακόμη φροντίζουμε να εξετάζουμε το θέμα από πολλές πλευρές.
γ) Η παράγραφος τελειώνει με την περίοδο κατακλείδα. Η περίοδος αυτή λειτουργεί σαν συμπέρασμα και υπογραμμίζει την κύρια ιδέα της παραγράφου.
Ωστόσο, μια παράγραφος δεν είναι απαραίτητο να έχει κατακλείδα.

Πλαγιότιτλος
Αφού σε κάθε παράγραφο αναπτύσσεται και ένα νόημα, μπορούμε να το βρούμε, να το διατυπώσουμε με πολύ λίγες λέξεις (ακόμη και με μία) και να το σημειώσουμε στο πλάι της ως πλαγιότιτλο.

§14. Γνωρίσματα μιας καλής παραγράφου
Για να είναι καλή μια παράγραφος πρέπει να έχει:
α) Ένα σαφή σκοπό: Να έχει ξεκαθαρίσει ο συγγραφέας το τι ακριβώς θα γράψει σ’ αυτή και να διαμορφώσει μια θεματική περίοδο ανάλογα με το σκοπό που βάζει, γιατί η ανάπτυξη της παραγράφου καθορίζεται από τη θεματική περίοδο. Η θεματική περίοδος εκφράζει, αποκαλύπτει και τη στάση του συγγραφέα, απέναντι στο θέμα του.
β) Επαρκή ανάπτυξη: Η άποψη ότι η ιδέα που εκφράζεται με τη θεματική περίοδο πρέπει να αναπτυχθεί και να υποστηριχτεί. Αυτό γίνεται με ανάλυση, εξηγήσεις, αιτιολογήσεις, παραδείγματα, συγκρίσεις, αντιθέσεις. Η ανάπτυξη πρέπει να είναι επαρκής, πλήρης, ολόπλευρη. Πυξίδα θα έχουμε πάντα τη φράση των αρχαίων «(Παν) μέτρον άριστον». Δεν θα παρασυρθούμε σε φλυαρία ούτε θα γράψουμε λίγα. Θα γράψουμε τα πιο σημαντικά.
γ) Ενότητα: Με τη λέξη ενότητα εννοούμε ότι αυτά που θα γράψουμε πρέπει να έχουν άμεση σχέση με την κύρια ιδέα που εκφράζεται στη θεματική περίοδο (θ.π.) Δεν πρέπει να γράψουμε άσχετα πράγματα. Αυτό θα το πετύχουμε με δύο τρόπους 1) μα προσήλωση στη θ.π. που σημαίνει πως συνεχώς ξαναδιαβάζω τη θ.π. για να μη βγω από το θέμα και 2) φτιάχνοντας ένα σχέδιο στο οποίο σημειώνω τι θα γράψω, τι δε θα γράψω, ποιο θα γράψω πρώτο, ποιο δεύτερο και ποιο τελευταίο.
δ) Αλληλουχία νοημάτων: Αφού διαλέξαμε αυτά που θα γράψουμε έχει σημασία, όπως είπαμε και παραπάνω, να τα γράψουμε με μια σωστή κατάταξη, ώστε τα νοήματα να διαδέχονται ομαλά το ένα το άλλο. Ιδιαίτερα σε μια αφηγηματική παράγραφο τα σχόλια μπαίνουν σχεδόν πάντα κατά χρονική ή χρονολογική σειρά. Σε μια περιγραφική παράγραφο τα σχόλια γράφονται με άξονα το χώρο. Γενικότερα προχωρούμε από τα κοντινά στα μακρινά, από τα μεγάλα στα μικρά, από τα σημαντικά στα ασήμαντα.
ε) Συνοχή: Τα σχόλια πρέπει όχι μόνο να κατατάσσονται σε μια φυσική και λογική σειρά, αλλά και να συνδέονται μεταξύ τους έτσι, ώστε να μη δημιουργούν δυσκολίες ή χάσματα στον αναγνώστη. Να ρέουν ομαλά οι σκέψεις από τη μια πρόταση στην άλλη. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι υπάρχει μια και μόνη σειρά με την οποία δένονται τα νοήματα μιας παραγράφου. Ο καθένας είναι ελεύθερος να στήσει τη δική του παράγραφο με το δικό του τρόπο. Ωστόσο υπάρχει μια βασική αρχή: ο λόγος, προφορικός και γραπτός, πρέπει να προχωρεί λογικά και εξελικτικά.
στ) Έμφαση: Να αποδίδει με ζωηρότητα το νόημα, όχι άψυχα. Ζωηρότητα στο λόγο δίνουν τα κατάλληλα ρήματα, τα επίθετα τα επιρρήματα και τα σχήματα του λόγου. Αυτό που θέλουμε να τονίσουμε, πρέπει να ξέρουμε ότι, το γράφουμε στην αρχή ή στο τέλος. Ακόμη, αυτό μπορεί να καλύψει και τον περισσότερο χώρο. Αποφεύγουμε να φορτίζουμε το λόγο μας με υπερβολές ή εξεζητημένο ύφος.

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΕΕ ΓΙΑ "ΟΝΕΙΡΟ"

http://latistor.blogspot.com/2011/10/blog-post_22.html

SLIDESHOW "ΟΝΕΙΡΟ"

http://www.slideshare.net/Vasilo/ss-10589813

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ "ΟΝΕΙΡΟΥ"

http://www.arnos.gr/dmdocuments/lykeio/lykeioC/logotexnia/theory/001.Papadiamantis.Oneiro.sto.kyma.pdf

ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΕΣ ΕΡΩΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ ΣΤΟ "ΟΝΕΙΡΟ"

http://www.poukamisas.gr/ethnos/020108_neo_g_kat.pdf

3 ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΡΩΤΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ "ΟΝΕΙΡΟ"

«ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ» Αλ. Παπαδιαμάντης

(επιμέλεια Κώστας Μακρής)





Ομωνυμία κοριτσιού και κατσίκας



Η ομωνυμία (δύο διαφορετικά νοήματα αντιστοιχούν σε ενιαία φωνητική πραγματικότητα) κοριτσιού και κατσίκας περιπλέκει τη σχετικά απλή υπόθεση του διηγήματος. Επειδή όμως η ομωνυμία πηγάζει από τον ίδιο τον ήρωα (δηλ. ο ήρωας «βαφτίζει» την κατσίκα με το όνομα της κοπέλας) και βασίζεται στην κατά τη γνώμη του εξωτερική ομοιότητα των δύο αντικειμένων αναφοράς, οδηγεί σε μια – κατά κάποιο τρόπο- συνωνυμία: η Μοσχούλα- κόρη και η Μοσχούλα- κατσίκα συμφύρονται στη συνείδηση του βοσκού και η μια υποκαθιστά την άλλη. Υποκατάσταση: επειδή γι’ αυτόν η Μοσχούλα- κόρη αποτελεί «άπιαστο» όνειρο, την υποκαθιστά με την κατσίκα που γίνεται όμως δέκτης της αγάπης, της στοργής και της φροντίδας του. Η απώλεια της κατσίκας, στην αρχή του διηγήματος, γίνεται αφορμή για την πρώτη συνομιλία των δύο νέων: πίσω από τα λόγια της Μοσχούλας κρύβεται η πρόκληση και η γυναικεία πονηριά, ενώ τα λόγια του βοσκού δηλώνουν μια καλυμμένη ερωτική επιθυμία, επιθυμία που δεν εξωτερικεύεται – τουλάχιστον στην αρχή – λόγω του εγωισμού αλλά και της εφηβικής αμηχανίας και αιδημοσύνης του νέου. Η υποκατάσταση όμως είναι ανέφικτη, αφού, μάλλον, οι διαφορές είναι περισσότερες από τις ομοιότητες. Αυτό που ξεκίνησε ως ανώδυνη υποκατάσταση προχωρεί σε αντικατάσταση που γίνεται όλο και πιο επίπονη μιας και προβάλλει επιτακτικά το αίτημα της επιλογής.



Πώς θα χαρακτηρίζατε τη σχέση του αφηγητή με τη φύση;



Η σχέση που αναπτύσσει ο αφηγητής με τη φύση είναι ρομαντικής υφής, η φύση δηλαδή δεν είναι απλώς αντικείμενο θαυμασμού, αλλά αποκτάει διαστάσεις συμβόλου, συμβόλου ελευθερίας και ευτυχίας, αγνότητας και καλοσύνης. Ο αφηγητής όταν ήταν ακόμη «φυσικός» άνθρωπος, προτού αλλοιωθεί από τις συμβάσεις της οργανω- μένης κοινωνίας, ένιωθε, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει (τότε τουλάχιστον) το γιατί, ευτυχισμένος και πλήρης («χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής»). Θα λέγαμε πως ο αφηγητής φτάνει στο σημείο να ταυτιστεί, να ενωθεί με το φυσικό κόσμο («εφαινόμην κ’ εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ’ οι αγριελαίαι» «ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην εν με το κύμα, ως να μετείχον της φύσεως αυτού»). Η ταύτιση, η «ερωτική» ένωση με τη φύση δηλώνεται εμφαντικά με την επίμονη χρήση της κτητικής αντωνυμίας («το κατάμερον…ήτον ιδικόν μου…η ακτή μου…όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου, ο βράχος ο δικός μου… , τα βουνά μου»). Στα παραπάνω παραδείγματα η κτητική αντωνυμία δε δηλώνει κτήση, αλλά περιγράφει τη σχέση του ήρωα με τα πράγματα του κόσμου, επιτείνει τη συνάφεια και την ενότητα του ήρωα με τη φύση, όχι μέσω νομικών διαδικασιών, αλλά μέσω του συναισθήματος. Η συναισθηματική σχέση μεταξύ του νέου ανθρώπου και της φύσης σ’ έναν ενιαίο κόσμο που αγνοεί τη χρονική φθορά, συνυποδηλώνει την αλλοτινή χωρίς όρια ελευθερία. Η παιδική ηλικία παρουσιάζεται ως σύμβολο της ευτυχίας και η συνάφεια ανθρώπου-ήρωα ως σύμβολο της προπτωτικής κατάστασης του ανθρώπου. Με λίγα λόγια βρισκόμαστε σ’ ένα παραδεισένιο περιβάλλον (ουτοπικό / ρομαντικό) που γίνεται ρεαλιστικό, επειδή αντιπαρατίθεται πρώτα με το νόμο (αγροφύλακες) και ύστερα με την ιδιοκτησία (κτήμα του κυρ Μόσχου). Ο νόμος της πόλης αποτιμάται ειρωνικά από το δικηγόρο-αφηγητή ως πρόφαση προκειμένου να επιβληθεί η προσωπική βούληση και το δίκαιο του ισχυρότερου. Εξάλλου, η περίπτωση του κυρ Μόσχου συμβολοποιεί τη διαφορά ανάμεσα στην προπτωτική κυριαρχία και τη μεταπτωτική ιδιοκτησία. Η πρώτη προϋποθέτει ελευθερία, αυτάρκεια και ποιμενική ησυχία, ενώ η δεύτερη υποσημαίνει περιουσία, περίφραξη, «χωριστόν… βασίλειον».



Το θέμα του σκοινιού.



Η ευκαιριακή και στιγμιαία επαφή του βοσκού με το αγαπημένο σώμα της Μοσχούλας , που για χρόνια μετά ταλαιπωρεί τη μνήμη του, έχει για το νεαρό βοσκό και το τίμημά της. Η αγαπημένη του κατσίκα, όσο αυτός βρισκόταν στη θάλασσα, πνίγηκε με το σκοινί που ήταν δεμένη. Το σκοινί αυτό σαν μίτος της Αριάδνης μοιάζει να διαπερνά όλη την ιστορία, δηλαδή το σκοινί ως περιορισμός, ως καταναγκασμός και ως όριο ελευθερίας επανέρχεται τουλάχιστον τρεις φορές στο ίδιο διήγημα. Ο συγγραφέας παρομοιάζει τον εαυτό του με τη μίζερη ζωή που διάγει ως υπάλληλος στην Αθήνα, σαν σκυλί δεμένο με κοντό σκοινί στην αυλή του αφέντη του που δεν μπορεί να κινηθεί έξω από τη μικρή ακτίνα που διαγράφει το σκοινί.



Γλώσσα και ύφος του διηγήματος



Η χρήση της γλώσσας διαμορφώνει και το ύφος του διηγήματος, που χαρακτηρίζεται από την αμεσότητα, την ακρίβεια, την απροσποίητη έκφραση και τη φυσικότητα, τη ρεαλιστική απόδοση καταστάσεων και χαρακτήρων, την αληθοφάνεια και την πειστικότητα, αλλά και την υπαινικτικότητα (παρασιωπήσεις), το χιούμορ και την ειρωνεία. Αφηγηματική άνεση λοιπόν, περιγραφική δεινότητα, ρεαλιστική απεικόνιση, αλλά και ποιητική ατμόσφαιρα είναι τα βασικά γνωρίσματα του ύφους στο συγκεκριμένο διήγημα.

Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι εντελώς προσωπική. Αποτελείται από ένα κράμα καθαρεύουσας-εκκλησιαστικής (στα κείμενά του υπάρχουν ακόμη και αυτούσια εκκλησιαστικά ρητά) δημοτικής και ιδιωματισμών (της Σκιάθου). Οι διάφορες γλωσσικές μορφές πάντως δε χρησιμοποιούνται αδιάκριτα, αλλά παρουσιάζουν αναβαθμούς: α) στις περιγραφές και τις λυρικές παρεκβάσεις συναντάται η αμιγής καθαρεύουσα (παλαιότερη λογοτεχνική παράδοση και εκκλησιαστική).

β) στην αφήγηση χρησιμοποιείται η καθαρεύουσα με πρόσμειξη στοιχείων της δημοτικής (προσωπικό ύφος).

γ) στους διαλόγους αποτυπώνεται σχεδόν φωτογραφικά η ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα μαζί με ιδιωματισμούς (αίσθημα προφορικού λόγου, φυσικότητα διαλόγων).

Αξιοσημείωτα είναι ακόμα:

1. ο γλωσσικός πλούτος των διηγημάτων με αθησαύριστες ή επινοημένες λέξεις

2. η περίεργη τοποθέτηση του επιθέτου μετά το ουσιαστικό

3. το αίσθημα της ακριβολογίας (κυρίως με τη χρήση της καθαρεύουσας)

4. η επίδραση των συντακτικών προτύπων της Αρχαίας Ελληνικής και της Γαλλικής γλώσσας.

ΓΙΑ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟ "ΟΝΕΙΡΟ"

http://spoudasterion.pblogs.gr/2010/01/583492.html

ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ, ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΟΡΜΟΥ ΑΠΟ ΠΗΓΗ

Παπαδιαμάντης, Όνειρο στο κύμα
Αλ. Παπαδιαμάντης, Όνειρο στο κύμα

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μαζί με το Γεώργιο Βιζυηνό θεωρούνται οι κατεξοχήν πατέρες του διηγήματος, κυρίως του ηθογραφικού. Βάση λοιπόν των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη αποτελεί η ηθογραφία, η οποία όμως συνδυάζεται με στοιχεία ψυχογραφικά και ρεαλιστικά.

Ο Παπαδιαμάντη δεν έμεινε στην απλή ηθογράφηση, αλλά ανοίχτηκε και σε άλλες κατευθύνσεις στα έργα του, αναμειγνύοντας το ηθογραφικό στοιχείο με στοιχεία κοινωνικά (=κοινωνικός παρατηρητής) και ψυχογραφικά (=ανάλυση του ψυχικού κόσμου των ηρώων του). Είναι ρεαλιστής ηθογράφος, δεν αποκλείει όμως το λυρισμό από τα έργα του και την αναζήτηση της ομορφιάς σε κάθε εκδήλωση της ζωής. Αντλεί τα θέματά του: Α. από το θρησκευτικό βίο, Β. από τη λαϊκή παράδοση, Γ. από το νησιώτικο περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε και του παρέχει άφθονο λαογραφικό υλικό.

Τοποθετεί τη δράση στα διηγήματά του: 1. στη Σκιάθο («νησιώτικα διηγήματα») και 2. στις φτωχογειτονιές της Αθήνας («αθηναϊκά διηγήματα»)

Παράλληλα η χριστιανική συνείδηση και το οικογενειακό του περιβάλλον διαμόρφωναν τις ηθικές αρχές και επηρέασαν το έργο του με αναφορές σε πρόσωπα της θρησκείας, στοιχεία της βυζαντινής υμνογραφίας και γλώσσας, στους ναούς και στις θρησκευτικές δοξασίες. Δεν είναι όμως θρησκόληπτος, καθώς πιστεύει ότι ο Θεός βρίσκεται μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Αυτή του η θρησκευτικότητα δεν τον εμποδίζει να υμνεί την ομορφιά με πάθος, ακόμα και τη γυναικεία, με έναν αισθησιασμό που κρύβει ερωτικό πόθο, όπως συμβαίνει στο Όνειρο στο κύμα.

Το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παναθήναια στις 15 Οκτωβρίου 1900. Είναι ένα από τα κορυφαία διηγήματά του Παπαδιαμάντη. Στο συγκεκριμένο αφήγημα είναι ορατή η ωριμότητα του συγγραφέα Ανήκει στα ερωτικά, αυτοψυχογραφικά, αυτοβιογραφικά διηγήματα του, σ’ αυτά δηλαδή που ο συγγραφέας εναποθέτει με φανερό ή λανθάνοντα τρόπο στοιχεία και καταστάσεις του προσωπικού του ψυχισμού και βίου, καταθέτει ή και αποκαλύπτει πτυχές και λεπτομέρειες της κρυμμένης προσωπικότητάς του. Ειδικά για το Όνειρο στο κύμα η κριτική πιστεύει πως εκφράζει καταστάσεις ενός απωθημένου τραυματικού και ανολοκλήρωτου ερωτισμού του Παπαδιαμάντη. Παράλληλα έκδηλος είναι και ο στοχαστικός χαρακτήρας της τελευταίας ενότητας, όπως και η θρησκευτικότητα του συγγραφέα και η αγάπη του για τη φύση.

Γλώσσα: Στους διαλόγους κυριαρχεί η ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα κα οι ιδιωματισμοί της Σκιάθου. Στην αφήγηση κυριαρχεί η καθαρεύουσα διανθισμένη με πολλά στοιχεία της δημοτικής. Στις περιγραφές χρησιμοποιείται το κατεξοχήν όργανο της πεζογραφίας, η καθαρεύουσα συνδυασμένη με λέξεις αρχαιοελληνικές και εκκλησιαστικές.

Αφήγηση: Η αφήγηση γίνεται από ένα πρωτοπρόσωπο αυτοδιηγητικό αφηγητή ο οποίος μας εξιστορεί την προσωπική του ιστορία, όπως αυτή εκρέει μέσα από τη λειτουργία της αφηγηματικής του μνήμης. Ο αυτοδιηγητικός αφηγητής δεν παρουσιάζεται ως απλή φωνή, αλλά ως πλήρης βιολογική ύπαρξη που διαφοροποιείται σε τέτοιο βαθμό από το συγγραφέα, ώστε είναι δύσκολο να τους ταυτίσουμε. Ο Παπαδιαμάντης δημιουργεί τον τύπο του εξομολογούμενου αφηγητή που αποφασίζει να καταγράψει το μετασχηματισμό του από «βοσκού εις τα όρη» σε δικηγόρο με «δίπλωμα προλύτου», που αντιστοιχεί με το πέρασμα του από το βουνό στην Αθήνα, από την εφηβεία στην ωριμότητα και από την παραδοσιακή ελευθερία στην όλο μέριμνες δουλεία αυτού του κόσμου.

Ο αφηγητής λειτουργεί με δύο τρόπους ή κινείται σε δύο διαφορετικά επίπεδα χρόνου. Το ένα είναι αυτό της αφηγηματικής πράξης και το δεύτερο αυτό της αναδρομής στο παρελθόν, στο χώρο και το χρόνο μιας εφηβικής μνήμης. Έτσι οι μελετητές μιλούν για δύο «φωνές» στο διήγημα: η μία ανήκει χρονικά στη βασανιζόμενη ηλικιακή ωριμότητα του αφηγητή και η άλλη στην ηλικία της νεανικής αθωότητας και αμεριμνησίας. Αυτή η συλλειτουργία των δύο φωνών και το γεγονός ότι το κυρίαρχο πρόσωπο λειτουργεί με δύο ρόλους:ως αφηγητής στο τώρα και ως πρωταγωνιστής στο τότε, ονομάστηκε από τους μελετητές διφυΐα του αφηγητή.

Στο πρώτο επίπεδο, δηλαδή της ηλικιακής ωριμότητας και της επαγγελματικής αποτυχίας, προβάλλει μια βασανιζόμενη ύπαρξη, που ζει έντονα την απουσία μιας ευτυχισμένης και ονειρικής μνήμης. Σ’ αυτό το επίπεδο ο αφηγητής, δικηγόρος βοηθός σε δικηγορικό γραφείο, ζει εγκλωβισμένος στο σκληρό γι’ αυτόν αθηναϊκό περιβάλλον, αυτοσαρκαζόμενος ως αποτυχημένος, έχοντας απαξιώσει στη συνείδησή του τις σπουδές και τα πτυχία. Το ίδιο όμως πρόσωπο, όταν μετακινείται στο χώρο και το χρόνο και επαναβιώνει, ως μνημονική αναδρομή, μια ονειρική στιγμή της δεκαοχτάχρονης εφηβείας του στο σκιαθίτικο περιβάλλον, προβάλλεται ως πρόσωπο που ζει μιαν ανείπωτη ευτυχία. Σ’ αυτή τη δεσπόζουσα αντίθεση στηρίζεται η ερμηνευτική εκδοχή ότι στο Όνειρο στο κύμα αντιπαρατίθεται η δυστυχία της εγγράμματης ωριμότητας με την ευτυχία της αγράμματης εφηβικής αθωότητας. Το πρόσωπο-αφηγητής στο επίπεδο της ηλικιακής ωριμότητας, κυριαρχείται από την αντίληψη ότι η ένταξη του ανθρώπου στο πλαίσιο του «πολιτισμού» συνιστά την εκτροπή, την τεχνητή και αφύσικη ζωή. Έτσι δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με το τώρα της ζωής του. Κι αφού η επιστροφή στο παρελθόν είναι ανέφικτη η στάση του αυτή περιέχει και στοιχεία ουτοπικού ρομαντισμού. Αυτή η αναζήτηση, μέσω της μνημονικής επαναβίωσης, μιας χαμένης φυσικής και παραδείσιας ζωής, ταυτίστηκε με το μύχιο πόθο του ανθρώπου να ξαναβρεί στη ζωή του μια χαμένη «Αρκαδία»: δηλαδή τον απλοϊκό βουκολικό βίο, την ξεγνοιασιά, την αμεριμνησία και τον έρωτα κοντά και μέσα στη φύση.

Χώρος:

Βοσκόπουλο: μια ποικιλία από όλα τα στοιχεία της φύσης (λόγγοι, φάραγγες, κοιλάδες, αιγιαλοί, βουνά), μακριά από την πόλη. Ονομάζεται «Ξάρμενο». Πρόκειται για ένα Αρκαδικό τοπίο, που αποτελεί εξιδανίκευση του πραγματικού χώρου. Πρωταρχικό στοιχείο είναι η ιδιαίτερη μορφολογία του χώρου στον οποίο τοποθετείται η συνολική δράση και οι όλες κινήσεις του βοσκόπουλου. Αυτός δημιουργεί τη σκηνογραφία της αφηγημένης πράξης. Με τη συγκεκριμένη εδαφική του ιδιομορφία αποτελεί λειτουργικό, ρυθμιστικό και αποφασιστικής σημασίας σημείο που επηρεάζει τη βούληση και τις κινήσεις του πρωταγωνιστικού προσώπου.

Δικηγόρος: γραφείο-αστικός τρόπος ζωής=δυστυχία

Κυρ Μόσχος: περίκλειστος χώρος-πύργος, περίβολος.

Χρόνος: Ο χρόνος της ιστορίας καλύπτει ένα διάστημα 12 ετών περίπου (θέρος του 187…, παρόν του αφηγητή) + τον προαφηγηματικό χρόνο (Επανάσταση του 1821 ως το παρόν του αφηγητή)

Α’ Ενότητα (Πρόλογος): «Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον… του προϊσταμένου μου» Αυτοπροσωπογραφία του ήρωα-αφηγητή.

Η ενότητα ξεκινά με μια πρόληψη (ο αφηγητής ανακαλεί εκ των προτέρων ένα γεγονός που θα διαδραματιστεί αργότερα στην αφήγησή του). Από την αρχή ο αφηγητής προκαταλαμβάνει τον αναγνώστη εκφράζοντας την άποψή του απέναντι στο πρόβλημα της προσωπικής του ευτυχίας. Το όραμα για μια ζωή ευτυχισμένη μένει απραγματοποίητο («την τελευταίαν φοράν που εγεύθην την ευτυχίαν…»). Μας παρέχει το μετασχηματισμό ιστορικά, δηλαδή ως πέρασμα από τη μια κατάσταση στην άλλη, αλλά αγνοούμε το αίτιο. Ύστερα από την εισαγωγική πρώτη παράγραφο η αφήγηση καλύπτεται με σύνοψη και έλλειψη και από την εποχή που ο αφηγητής ήταν νέος δεκαοκτώ ετών φτάνει στο σήμερα. Στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ φυσικής και αστικής ζωής έμαθε τα πρώτα του γράμματα δίπλα στο γερο Σισώη, φοίτησε σε κάποια ιερατική σχολή και στη Ριζάρειο Σχολή της Αθήνας και στα τριάντα του έγινε δικηγόρος.

Σημαντική η ιστορία του μοναχού Σισώη, μια πορεία από τη σωτηρία στην απώλεια και πάλι στη σωτηρία, που προτάσσεται ως εμβόλιμη και ένθετη μικρο-αφήγηση στην αρχή σχεδόν του διηγήματος. Πρόκειται για μια ελάσσονα σε έκταση ιστορία που εντάσσεται μέσα στην αρχική. Ως ελάσσων και παρένθετη, συνιστά περίπτωση εγκιβωτισμένης αφήγησης μέσα στην αφήγηση. Στην ουσία όμως αυτή η μικρο-ιστορία του μοναχού Σισώη λειτουργεί ως μικρογραφία της ευρύτερης που αναφέρεται στο βοσκόπουλο. Η ελάσσων αφήγηση λειτουργεί ως καθρέφτης μέσα στον οποίο αντικαθρεφτίζεται η ευρύτερη. Άρα, ανάμεσα στα πρόσωπα του μοναχού Σισώη και του βοσκόπουλου-αφηγητή, θα πρέπει να υπάρχουν ομόλογα στοιχεία ολικού ή έστω μερικού ταυτισμού. Η ζωή του μοναχού Σισώη εξελίσσεται με ένα τριαδικό σχήμα ή σε τρία διαδοχικά στάδια:

α. στάδιο αρχικής ισορροπίας: στάδιο μοναστικού βίου

β. κατάσταση μεταβολής και έκπτωσης από το στάδιο της αρχικής ισορροπίας: στάδιο αποσχηματισμού και έγγαμου βίου

γ. επάνοδος στην κατάσταση αρχικής ισορροπίας: επιστροφή του Σισώη στο μοναστικό βίο.

Με ανάλογο τρόπο εξελίσσεται και η ζωή του αφηγητή. Συγκεκριμένα

α. κατάσταση φυσικής, ισόρροπης και ευτυχισμένης ζωής στο χώρο και το χρόνο του ποιμενικού βίου,

β. η ζωή του βοσκόπουλου περνάει, με τις σπουδές τα πτυχία και το επαγγελματικό βούλιαγμα, σε μιαν αντίθετη κατάσταση μεταβολής, δυστυχίας και έκπτωσης.

Λείπει όμως το τρίτο στάδιο, της επανόδου σε μια νέα κατάσταση ισορροπίας. Αυτή η έλλειψη του τρίτου σταδίου δημιουργεί την αίσθηση και τη βεβαιότητα της ήττας και της αποτυχίας, όταν μεγάλος πια και ήδη δικηγόρος σταθμίζει απολογιστικά το συνολικό του βίο.

Μέσα από αυτό τον παραλληλισμό καταφαίνεται ότι η εγκιβωτισμένη αφήγηση για το μοναχό δεν αποτελεί ξένο σώμα στη συνολική αφηγηματική λογική. Αντίθετα, καθώς η μεγάλη αφήγηση μικρογραφείται μέσα στη μικρότερη, φαίνεται εντονότερη η αίσθηση και η βεβαιότητα της ήττας και της αποτυχίας στη ζωή του αφηγητή. Ο τελευταίος δεν μπόρεσε να υπερβεί την κατάσταση τη έκπτωσης ή να αναζητήσει τον τρίτο κρίκο στη ζωή του. Γι’ αυτό και τώρα, ώριμος και μεταμελημένος, γυρίζει με τη μνήμη στα χρόνια της πρώτης και χαμένης ευτυχίας.

Β’ Ενότητα: «Ἡ τελευταία χρονιά… γεμάτο πετμέζι» Η ειδυλλιακή ζωή του νεαρού βοσκού και η πρώτη γνωριμία με τη Μοσχούλα

Η ενότητα αφιερώνεται σε μια εκτενή περιγραφή του κόσμου του βοσκού και της ζωής του μέσα στη φύση. Η ευδαιμονική παράσταση του παρελθόντος παραπέμπει στο βουκολικό είδος Σημαντική είναι η αναφορά στο πρόσωπο του κυρ Μόσχου, του ιδιόρρυθμου επαγγελματία, που ζει περίκλειστος στη δική του περιφραγμένη επικράτεια. (Από την περιγραφή των ανοικτών χώρων (επικράτεια του βοσκόπουλου) περνάμε στην περιγραφή του μοναδικού κλειστού-περιφραγμένου χώρου της περιοχής, του κτήματος του κυρ-Μόσχου.) 1. Η αναφορά αυτή είναι αναγκαία για να λειτουργήσει με τρόπο φυσικό η παρουσία της Μοσχούλας στην ορεινή επικράτεια του μικρού βοσκόπουλου. 2. Ίσως η αναφορά στον κυρ Μόσχο να συνιστά και ένα πλάγιο ειρωνικό σχόλιο στο ιδιοκτησιακό πάθος του Έλληνα, που το περιφρουρεί και το προστατεύει ακοίμητα. 3. Τονίζεται η διαφορετική σχέση που είχαν με τη φύση ο κυρ Μόσχος και το βοσκόπουλο. Το βοσκόπουλο, χωρίς να του ανήκει, ένιωθε όλη τη γη δική του. Η σχέση του με τη γη και τη φύση ήταν καθαρά συναισθηματική και όχι ιδιοκτησιακή.

Η περιγραφή της Μοσχούλας, που αποτελεί μερική απόκλιση από τους κώδικες ομορφιάς της κόρης, αποκτά πλήρες νόημα από τη σημασιολογική της αναλογία με το απόσπασμα στο οποίο παραπέμπει άμεσα και έμμεσα. Η άμεση παράθεση ενός αποσπάσματος από το Άσμα Ασμάτων που αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο ποίημα αυτό παίζει σπουδαίο ρόλο στην αρχή της εκτεταμένης περιγραφής της Νύφης από το Νυμφίο. Η περιγραφή αυτή δεν αναφέρεται στο Όνειρο στο κύμα, αλλά υποδηλώνεται με αποσιωπητικά. Έτσι η σημασία της περιγραφής της κοπέλας δεν αποκομίζεται από την αναφορά στον εξωτερικό κόσμο, αλλά υπονοείται από ένα άλλο κείμενο. Η περιγραφή της ομορφιάς μπορεί αρχικά να διαβαστεί ως παραπομπή σ’ ένα στερεότυπο ομορφιάς, πράγμα που φαίνεται να είναι και η πρόθεση του περιγράφοντος.

Ένα από τα στοιχεία που διαμορφώνουν δραστικά την όλη εξέλιξη των γεγονότων είναι η ομωνυμία ανάμεσα στην κόρη Μοσχούλα και την αίγα Μοσχούλα. Μπορεί να φαίνεται συμπτωματική, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για συγγραφικό εύρημα. Έτσι τίθεται σε κίνηση ο μύθος και αναπτύσσονται σταδιακά διλημματικές καταστάσεις που δραματοποιούν έντονα την τροχιά, την ανέλιξη και την κορύφωση της αφήγησης. Η ομωνυμία πηγάζει από τον ίδιο τον ήρωα και βασίζεται στην, κατά τη γνώμη του, εξωτερική ομοιότητα των δυο αντικειμένων αναφοράς κι έτσι κατοχυρώνει τη μερική συνωνυμία. Αυτό σημαίνει πως τα δυο παραδείγματα (Μοσχούλα-κόρη, Μοσχούλα-κατσίκα) συμφύρονται με τέτοιο τρόπο στη συνείδηση του βοσκού, ώστε το ένα μπορεί να υποκαθιστά το άλλο. Τελικά όμως η υποκατάσταση είναι αδύνατη, επειδή οι διαφορές είναι περισσότερες από τις ομοιότητες. Η σωτηρία της μιας συνεπάγεται τη θυσία της άλλης. Η αγάπη και η φιλοστοργία για τη μια δε συμβιβάζεται με την αγάπη προς την άλλη.

Γ’ ενότητα: «Μίαν εσπέραν … ελούετο» Το εσπερινό μπάνιο. Η Μοσχούλα γυμνή

Στην ενότητα αυτή ο ήρωας τοποθετείται στο χρόνο και το χώρο του κυρίως επεισοδίου και της κορύφωσης της δράσης. Μετά από μια περιγραφική παύση, όπου περιγράφεται μέσω της προοπτικής του αφηγητή το εσπερινό θαλάσσιο τοπίο, αρχίζει μια κλιμάκωση της δράσης με το μπάνιο του βοσκού και το ξάφνιασμά του από την απρόσμενη παρουσία της Μοσχούλας. Αξιοσημείωτη είναι και η προσήμανση, όπου ο βοσκός αποφασίζει να δέσει την κατσίκα με σκοινί (που θα την πνίξει αντί να την προστατεύσει), ενώ το υπόλοιπο κοπάδι το αφήνει ελεύθερο. Η συγκλονιστική συνάντηση του βοσκού με τη γυμνή Μοσχούλα πραγματοποιείται σε ένα παραδείσιο σκηνικό, τη στιγμή που ο ήρωας θαυμάζει εκστατικά τις ομορφιές της φύσης. Σ’ αυτό το κλίμα εντάσσεται αιφνιδιαστικά η ομορφιά της κοπέλας, κορυφώνοντας το ενδιαφέρον του ήρωα και του αναγνώστη. Το πλατάγισμα της Μοσχούλας παραπέμπει στο πλατάγισμα της Ακριβούλας στο Μοιρολόι της φώκιας, είναι ο πρώτος ήχος που σπάει τη σιωπή και λειτουργεί ως δραματικό απρόοπτο, ως σημαντικό στοιχείο πλοκής που καθορίζει την εξέλιξη της δράσης.

Δ’ ενότητα: «Την ανεγνώρισα …τα επίγεια» Το όνειρο στο κύμα

Κλιμάκωση της αγωνίας και τον διλημμάτων του ήρωα. Το εξαίσιο θέαμα που απολαμβάνει στην αρχή της ενότητας ο ήρωας τον τοποθετεί μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, σε μια ατμόσφαιρα υπερκόσμια, εισάγοντάς μας στο καθαρά λυρικό τμήμα του διηγήματος. Αρχικά σκέφτεται να φύγει αθόρυβα, για να μην εκτεθεί, δεν το κάνει όμως καθώς είναι σίγουρος ότι θα τον αντιληφθεί η κοπέλα. Στην συνέχεια σκέφτεται να ειδοποιήσει την κοπέλα, αλλά δεν το κάνει λόγω της ατολμίας του. Σκέφτεται να περιμένει, αλλά φοβάται μήπως ενδώσει στον πειρασμό και τέλος, σχεδιάζει να φύγει απαρατήρητος, κολυμπώντας προς την αντίθετη πλευρά Εγκαταλείπει όμως κι αυτό το σχέδιο για τι του φαίνεται ακατόρθωτο και γιατί ανησυχεί για το κοπάδι του. Τελικά, υποκύπτει στον πειρασμό, μένει και βλέπει τη Μοσχούλα, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του με ένα αντεπιχείρημα, αφού παραδέχεται πως υπάρχει πειρασμός, αλλά θεωρεί τον εαυτό του απονήρευτο και πιστεύει ότι δε θα υποκύψει σ’ αυτόν. Aυτό αποτελεί πρόφασις εν αμαρτίᾳ, αφού στην πραγματικότητα ο ήρωας ενδίδει στον πειρασμό και απολαμβάνει το εξαίσιο θέαμα που περιγράφεται με άφθονα εκφραστικά μέσα (ονειρικές εικόνες, πολλά επίθετα, παρομοιώσεις, μεταφορές, οξύμωρο, ασύνδετα). Η λεπτομερής περιγραφή του γυμνού σώματος της κοπέλας αποκαλύπτει την περιέργειά του, το θαυμασμό του για το γυμνό γυναικείο κορμί αλλά και μια ερωτική επιθυμία, που είναι κυρίαρχη σε όλη τη σκηνή.

Ε’ ενότητα: «Δεν δύναμαι να είπω … το ταλαίπωρον ζώον;» Οι αναστολές του νεαρού βοσκού

Κυριαρχούν οι αμφισημίες (σκοινί, Μοσχούλα) και τα αντιφατικά συναισθήματα του ήρωα, ενώ ο αφηγηματικός ρυθμός επιβραδύνεται εν ονόματι της αιτιολόγησης των αισθημάτων. Ο νεαρός βοσκός προσπαθεί να αναστείλει την ερωτική επιθυμία και φοβάται ακόμη και να την ομολογήσει. Γοητευμένος από το θέαμα που αντικρίζει, διατυπώνει ευχές – κατάρες, αφού θέλει να πάθει κάτι κακό η Μοσχούλα, για να βρει αφορμή να τρέξει κοντά της. Οι ευχές του πάντως δεν τον τιμούν. Εξακολουθεί να είναι κυριευμένος από τον πειρασμό. Για χάρη της Μοσχούλας, για να μην τρομάξει, τρέχει προς τη Μοσχούλα-αίγα, που ξαφνικά άρχισε να βελάζει και τον έβγαλε από το όνειρο. Στο μεταξύ θυμάται ότι η κατσίκα είναι δεμένη με σχοινί κι ανησυχεί για την τύχη της. Λειτουργώντας σπασμωδικά τρέχει προς την κατσίκα κι έτσι γίνεται αντιληπτός από τη λουόμενη. Το βέλασμα της κατσίκας είναι ο δεύτερος ήχος και λειτουργεί ως δραματικό απρόοπτο, αφού επαναφέρει τον ήρωα στην πραγματικότητα και καθορίζει τις κινήσεις του.

Στ’ ενότητα: «Δεν ηξεύρω … το ίδιον όνειρόν του.» Η αγωνιώδης προσπάθεια για τη σωτηρία.

Η κοπέλα στο άκουσμα της κατσίκας και στη θέα του βοσκού τα χάνει και κινδυνεύει να πνιγεί. Η κραυγή φόβου που βγάζει είναι ο τρίτος διαδοχικά ήχος στη σιωπή του τοπίου, που λειτουργεί ως στοιχείο πλοκής και βάζει το νεαρό βοσκό μπροστά σε νέο δίλημμα: να απομακρυνθεί ή να τρέξει κοντά της για βοήθεια. Βασικό στοιχείο στην εξέλιξη των γεγονότων (δραματικό απρόοπτο) αποτελεί και η εμφάνιση της λέμβου, λίγο πριν ο μύθος φτάσει στην πιο τεταμένη στιγμή. Αυτή η εμφάνιση κάνει τελικά το βοσκόπουλο να ξεπεράσει τις διλημματικές του καταστάσεις, τον εσωτερικό του διχασμό και την ατολμία του. Έτσι η λέμβος λειτουργεί ως δραστικό στοιχείο πλοκής που, σε μια στιγμή ακινησίας και μετεωρισμού του βοσκόπουλου, πυροδοτεί και ενεργοποιεί αποφασιστικά τη βούληση και τη δράση του. Παραμερίζει τους ενδοιασμούς του και ξεχνά το αγαπημένο του ζώο. Φέρεται με ηρωισμό και δείχνει αλτρουισμό.

Η σχέση βοσκόπουλου-Μοσχούλας φτάνει στην κορύφωσή της σ’ αυτήν την ενότητα περνώντας από τρία στάδια:

1.Τα δυο πρόσωπα ανταλλάσσουν, από κάποια απόσταση, ελάχιστες σκόρπιες φράσεις που, με παιδική αφέλεια, πειρακτική διάθεση και υποκρινόμενη νεανική αδιαφορία, υποκρύπτουν μια δειλά και άτολμα εκφραζόμενη και αυτοσυγκρατούμενη εφηβική ερωτικότητα. (Β’ ενότητα)
2.Αφετηρία της είναι η πτώση της Μοσχούλας στη θάλασσα και κατάληξή της η οπτική και έκθαμβη βίωση του ερωτικού θαύματος (Γ’ , Δ’ ενότητα)
3.Καταλήγει σε μια μέγιστη ένταση: τα δυο νεανικά σώματα ανταμώνουν, αλλά μέσα στα καθαρτήρια νερά της θάλασσας, σε μια απτική πλέον στιγμή. Σ’ αυτή την αμοιβαία επαφή έχει χαθεί οριστικά κάθε στοιχείο ερωτικότητας και αισθησιασμού, γιατί το βοσκόπουλο είναι ο αγωνιών και προσπαθών σωτήρας της κόρης και η κόρη η απρόσμενα σωζόμενη.
Εδώ ακριβώς κλείνει και το Όνειρο στο κύμα . Τα όσα ακολουθούν συνιστούν ένα επιλογικό μετα-αφηγηματικό σχόλιο, καθώς τυπικά ανήκει στην πράξη του αφηγείσθαι είναι κατά πολύ μεταγενέστερο σε σχέση με την ιστορία.

Ζ’ ενότητα: «Ἡ Μοσχούλα … εις τα όρη». Η ανάμνηση της εφηβικής εμπειρίας. Σχόλιο για το παρόν.

Μεταφερόμαστε στο αφηγηματικό παρόν. Στην αρχή της ενότητα μαθαίνουμε την έκβαση της ιστορίας με τις Μοσχούλες (Η κόρη σώθηκε, η αίγα πνίγηκε). Ο αφηγητής μιλά για τη Μοσχούλα με ψυχρότητα και αδιαφορία, αφού το όνειρο που του προσέφερε ήταν η ποιητική εικόνα της στιγμής, κι ο λόγος του για την ώριμη Μοσχούλα είναι μάλλον υποτιμητικός («θυγάτηρ της Εύας»). Ο αφηγητής εκφράζει μεταμέλεια («Φευ! Ακριβώς η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάνει να γίνω μοναχός») και βεβαιώνει, επίσης ρητά, το σύνδρομο του αποτυχημένου βίου που τον συνακολουθεί.

Αυτοβιογραφικός χαρακτήρας: Το γεγονός ότι ο Παπαδιαμάντης στο διήγημα αυτό πριμοδότησε τη μνήμη κι όχι τη φαντασία, έδωσε τη λαβή να χαρακτηρισθεί αυτοβιογραφικό. Στο διήγημα υπάρχουν ορατά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας του κειμένου είναι κυρίως ορατός στην τοποθέτηση της δράσης στη Σκιάθο, στη θρησκευτικότητα του ήρωα, αλλά και σ’ αυτή τη χαρακτηριστική αντίθεση ανάμεσα στο ευτυχισμένο «τότε» και σ’ ένα μίζερο «τώρα», αυτό το «σχήμα» ζωής που ως βιοπορισμός βουλιάζει μέσα στον αστικό τρόπο διαβίωσης και αναζητάει ρομαντικά ή ουτοπικά την επιστροφή σε ένα άλλο διαφορετικό βίο, που απηχεί και περιέχει το σχήμα ζωής του ίδιου του Παπαδιαμάντη. Μόνο που ο συγγραφέας απέκρυψε έντεχνα και με διπλό τρόπο το πρόσωπό του: ως αφηγηματική φωνή «κρύφτηκε» πίσω από το πρόσωπο του δυστυχισμένου δικηγόρου, που λειτουργεί ως μια πρώτη persona· ως δρων πρόσωπο απέκρυψε τον εαυτό του πίσω από το αμέριμνο και ευτυχισμένο βοσκόπουλο, που αποτελεί μια δεύτερη persona.

Ερμηνείες του διηγήματος:

•Αλληγορία της έκπτωσης του ανθρώπου από μια αρχική κατάσταση ευδαιμονίας σε μια δυστυχισμένη ανώφελη ζωή.
•Κυρίαρχο και προεξέχον στοιχείο αποτελεί η αντίθεση ανάμεσα στην απλή φυσική ζωή και σ’ εκείνη της πόλης, ανάμεσα στη φύση και τον πολιτισμό.
•Το διήγημα κυριαρχείται από την αντιπαράθεση της ευτυχισμένης εφηβείας στη φθορά της ωριμότητας.
•Αμφιταλάντευση ανάμεσα στο αισθησιακό και το υψηλό (Ελύτης)
•Κυριαρχεί το ερωτικό στοιχείο. Κυρίαρχη λογική του διηγήματος είναι η καταστολή του ερωτικού ενστίκτου, το στραγγάλισμα στης ερωτικής φαντασίωσης
•Η θάλασσα ως χώρος ερωτικής ένωσης.
Χαρακτηρισμός διηγήματος: 1. ρεαλιστικό-ηθογραφικό, 2. αυτοβιογραφικό-βιωματικό (βρίσκεται πολύ κοντά στο απομνημόνευμα και την εξομολόγηση), 3. ψυχογραφικό, 4. εφηβικό-ερωτικό, 5. «ειδυλλιακό», βουκολικό-ποιμενικό (το αρκαδικό τοπίο, το αμέριμνο βοσκόπουλο, «ο σατυρίσκος του βουνού», το σουραύλι, το κτήμα-καταφύγιο της ηρωίδας, το κοπάδι, ο έρωτας, η αναφορά σε νύμφες-νηρηίδες, το «θαλάσσιον άντρον»), 6. ρομαντικό (η φύση ως προσωπική εμπειρία, υποβλητικό σκηνικό, έξαρση συναισθήματος, υπερβολή, ανέφικτος έρωτας, νοσταλγία για τα περασμένα)

Α. Παπαδιαμάντης, Αυτοβιογραφούμενος, Επιμέλεια Παν. Μουλάς, Ερμής, Αθήνα, 1974

Νικήτας Παρίσης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τρία διηγήματα (Το μυρολόγι της φώκιας, Όνειρο στο κύμα, πατέρα στο σπίτι!) Αναζήτηση της αφηγηματικής λογικής, Μεταίχμιο, Αθήνα 2001

Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Αφηγηματικές τεχνικές στον Παπαδιαμάντη, 1887-1990, Κέδρος, Αθήνα 1987

Θ. Μαρκόπουλος, Αλ. Παπαδιαμάντη «Όνειρο στο κύμα». Άξονες σεναριακής προσέγγισης, περ. Φιλόλογος,

ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Όνειρο στο κύμα

Γενικά χαρακτηριστικά
Α) ηθογραφία: κυριότερος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος στην Ελλάδα. Ο Π. στρέφεται προς την ύπαιθρο με στόχο την περιγραφή και την απεικόνιση των ηθών και των εθίμων του ελληνικού λαού. Η καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων γίνεται πεδίο μελέτης για τον Παπαδιαμάντη.
Β) χριστιανική παράδοση. : η στενή σχέση του Π. με την Εκκλησία ( παιδί ιερέα , πήγε στο Άγιο Όρος να γίνει καλόγερος , ψάλτης) περνάει στα διηγήματά του , που είναι γεμάτα εκκλησιαστικά χωρία, θρησκευτικά θέματα. Η γλώσσα του είναι επηρεασμένη από τη βυζαντινή υμνογραφία ενώ όλο το έργο του αποπνέει τη βαθιά και αγνή θρησκευτικότητα των απλών ανθρώπων.
Γ) Γλώσσα: η γλώσσα του Π. είναι η καθαρεύουσα, το όργανο της τότε ελληνικής πεζογραφίας. Τη χρησιμοποιεί για την ακριβολογία της και για το πλούσιο λεξιλόγιό της. Όμως ο Π. δεν απομακρύνεται τελείως από τη γλώσσα του λαού του. Οι διάλογοι των απλών ανθρώπων αποτυπώνονται στη δημοτική και μάλιστα στην τοπική διάλεκτο. Ενώ και στην αφήγηση περνούν λέξεις δανεισμένες από τη δημοτική.
Δ) Σκιάθος. Το υλικό των διηγημάτων του το παίρνει από τη ζωή του στο αγαπημένο του νησί. Τα παραμύθια, τις ιστορίες που άκουσε από τους μεγαλύτερους, τα δικά του βιώματα, αυτά νοσταλγεί και αυτά μεταπλάθει σε αφηγηματικό υλικό.
Ε) φυσιολατρεία. Χαρακτηριστικές είναι οι εικόνες φυσικού κάλλους, οι λυρικές περιγραφές φυσικών τοπίων, η αίσθηση της ελευθερίας και της ευδαιμονίας που χαρίζει η ελληνική φύση.
Στ) ψυχογραφία. Ο Π. δεν μένει μόνο στην ηθογραφία. Αναζητά τα βαθύτερα κίνητρα στις πράξεις των ηρώων του, ανιχνεύει τους χαρακτήρες , παρουσιάζει γλαφυρά τους πόθους του, τις αδυναμίες τους , τα συναισθήματα τους.
Ζ)Ρεαλισμός- Ρομαντισμός: δυο αντίθετα σχεδόν ρεύματα ,στοιχεία των οποίων διακρίνουμε στο έργο του Π. Η πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας της υπαίθρου αποτελεί στόχο του και για την επίτευξή του στηρίζεται στις προσωπικές του εμπειρίες ,στη λαογραφία, στις ψυχογραφικές του γνώσεις αλλά και στη χρήση της γλώσσας του ίδιου του λαού. Απ’ την άλλη μεριά βαθιά επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό δίνει πρωτεύοντα ρόλο στη φύση, προβάλλει πολλές φορές τον ανέφικτο έρωτα, νοσταλγεί το παρελθόν και απεχθάνεται τον πολιτισμό των πόλεων.
Η) νοσταλγία για το παρελθόν- αρνητική στάση απέναντι στην εξέλιξη
Αθεράπευτα ρομαντικός, επηρεασμένος και από τα εκκλησιαστικά διαβάσματά του( Αθ. Πάριος, Κολυβάδες) τίθεται αντίθετος σε κάθε ξενόφερτο στοιχείο που φοβάται ότι θα αλλάξει το χαρακτήρα της ζωής μας. Η ζωή στην πόλη τον πνίγει και επιθυμεί την επιστροφή του στο νησί.



Όνειρο στο κύμα

Το κείμενο ανήκει στα αυτοβιογραφικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη.
Ο συγγραφέας δανείζεται το πρόσωπο ενός δικηγόρου για να εκφράσει τα δικά του βιώματα , τη δική του νοσταλγία για τον τόπο του , τη δική του δυστυχία απ’ τον αστικό τρόπο ζωής που έχει αποδεχθεί. Πίσω λοιπόν από την ιστορία του δικηγόρου διακρίνουμε τον ίδιο τον Π. ο οποίος έζησε μέχρι τη νεότητά του στη Σκιάθο , γνώρισε εκεί τη θρησκεία, δεν κατάφερε να γίνει μοναχός, έφυγε για να σπουδάσει στην Αθήνα , έμεινε εκεί για βιοποριστικούς λόγους νοσταλγώντας την επιστροφή του στη γενέτειρά του. Δεν πρέπει όμως να ταυτίζουμε τα δύο πρόσωπα. Το διήγημα είναι μια μυθιστορία. Ο Π. δε σπούδασε νομική, δε δούλεψε ως δικηγόρος στην Αθήνα ,αλλά μετέφραζε διηγήματα για εφημερίδες και περιοδικά, και ούτε βέβαια μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την ύπαρξη στη ζωή του τού μοναχού Σισώη ή για το επεισόδιο με τη Μοσχούλα. Εξάλλου ο ίδιος ο Π. προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από την ταύτιση με τον αφηγητή «δια την αντιγραφήν Αλ. Παπαδιαμάντης.
Το Όνειρο στο κύμα στηρίζεται πάνω σε μια σειρά αντιθέσεις. Βασικότερη είναι αυτή της αντίθεσης του «τότε» με το «τώρα». Το «τότε» συνδέεται με την εφηβεία , την ελευθερία , την ευτυχία, την ανεμελιά , την κυριαρχία, την αγραμματοσύνη, τη φύση , το όνειρο, ενώ το «τώρα» με την ωριμότητα, τη δυστυχία, την καταπίεση, την εργασία, τον περιορισμό, τα γράμματα, το αστικό περιβάλλον, την πραγματικότητα. Ο βοσκός και ο δικηγόρος. Πέρα από αυτή τη βασική αντίθεση , αντιμέτωποι έρχονται και άλλα πρόσωπα με τον ήρωα, ο Σισώης, ο Μόσχος, αλλά και η Μοσχούλα.

Πρώτη ενότητα
Στην πρώτη ενότητα γνωρίζουμε τον πρωταγωνιστή , ο οποίος συστήνεται μόνος τους και απ’ την αρχή αυτοπαρουσιάζεται με δύο διαφορετικά πρόσωπα. Απ’ τη μια ο βοσκός, φτωχός , έφηβος, αγράμματος , ωραίος , γυμνασμένος , ζει μέσα στη φύση και προπάντων είναι ευτυχής. Η ευτυχία του είναι απόρροια όλων των προηγούμενων. Συνδέεται μάλιστα και με ένα γεγονός του καλοκαιριού- προσήμανση για το όνειρο στο κύμα , το βασικό επεισόδιο του διηγήματος. Απ’ την άλλη ο δικηγόρος. Ζει στην Αθήνα , εργάζεται ως βοηθός δικηγόρου χωρίς μεγάλη επαγγελματική και οικονομική επιτυχία, είναι περιορισμένος , σχεδόν δεμένος, χωρίς περιθώρια πρωτοβουλιών , μίζερος και δυστυχής.
Πώς έχασε την ευτυχία; Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος. Έμαθε γράμματα. Αυτά τον έκαναν να παρατήσει την απλή φυσική ζωή , να αναζητήσει ένα καλύτερο μέλλον και να καταλήξει όμως στη μιζέρια καθώς δε μπόρεσε ποτέ να προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον. Έχει απαξιώσει στη συνείδηση του τις σπουδές πιστεύοντας ότι τον οδηγούν στη θλιβερή πραγματικότητα.
Έτσι ποθεί να υπερβεί το ασφυκτικό παρόν και βρίσκει καταφύγιο στις παιδικές αναμνήσεις και στα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα.
Σισώης Το τότε με το τώρα συνδέονται με τη ιστορία του Σισώη, τον άνθρωπο που του έμαθε γράμματα. Η ιστορία του Σισώη (μια εγκιβωτισμένη αφήγηση) ξενίζει και με το περιεχόμενό της και με την έκταση που παίρνει και με τη θέση της στην αρχή του διηγήματος. Η ιστορία όμως αυτή έχει λειτουργική θέση στο κείμενο. Αποτελεί μια παράλληλη πορεία που έρχεται σε σύγκριση με αυτή του ήρωα. Ο Σισώης ήταν μοναχός, εξαιτίας ενός έρωτα παράτησε τη μοναστική ζωή, έγινε δάσκαλος(ξέπεσε) , αργότερα όμως επέστρεψε στο δρόμο του , μετάνιωσε και γύρισε σε αυτό που του ταίριαζε. Ο ήρωάς μας ήταν ευτυχής ζώντας στη φύση, το ερωτικό επεισόδιο που θα γνωρίσουμε τον έκανε να ξεπέσει στην αστική ζωή αλλά αυτός δε μπόρεσε να γυρίσει πίσω , να λυτρωθεί όπως ο Σισώης. Έτσι η ιστορία του μοναχού τονίζει περισσότερο τη δυστυχία του ήρωα καθώς η δική του πορεία έμεινε ανολοκλήρωτη.
Απ, την άλλη μεριά η εκμάθηση των γραμμάτων από έναν μοναχό έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή του , αφού διαμόρφωσε τον τρόπο σκέψης και δράσης του, επηρέασε κατά πολύ την ηθική συμπεριφορά του. Ο Σισώης αποτελεί οδηγό και πρότυπο στη ζωή του αφηγητή γι’ αυτό και δικαιωματικά παίρνει τέτοια θέση στην αρχή της ιστορίας του.

Χωρίς να το ηξεύρω: διάσταση μεταξύ βοσκού και δικηγόρου. Η διαφορά τους είναι η ώριμη γνώση. Ο βοσκός ζει ασυνείδητα μεν , ευτυχισμένα δε. Ο δικηγόρος μεγάλος πια μπορεί να καταλάβει την ευτυχία που βίωνε καθώς έχει να τη συγκρίνει με το θλιβερό του παρόν

Η φύση: Η φύση δεν είναι μόνο το ειδυλλιακό περιβάλλον , αλλά απ’ την αρχή κιόλας παίζει λειτουργικό ρόλο καθώς είναι η αιτία της ομορφιάς, της δύναμης και της ευτυχίας του ήρωα.

Καποδίστριας : οι ιστορικές αναφορές έχουν στόχο να κάνουν πιο πειστική την ιστορία. Ρεαλιστικό στοιχείο- γνωστή η εκπαιδευτική πολιτική του Καποδίστρια.

Εκκλησιαστικά στοιχεία : δείγματα της εμπειρίας του Παπαδιαμάντη από την ορθόδοξη χριστιανική ζωή( μοναχός – διάκονος-κοινόβιο Ευαγγελισμού, Ριζάρειος)

Σκύλος- σχοινί: η παρομοίωση αυτή δεν είναι απλό εκφραστικό μέσο. Είναι μια προσήμανση για τη συνέχεια. Το σχοινί θα παίξει σημαντικό ρόλο στην ιστορία. Το σχοίνιασμα το δικό του θα συσχετιστεί με το σχοίνιασμα της Μοσχούλας – κατσίκας

187… ---οριακό σημείο της ευτυχίας του
---προσήμανση. Ο αναγνώστης προειδοποιείται ότι θα ακολουθήσει μια εξομολογητική αφήγηση που θα μας παρουσιάσει την τελευταία στιγμή ευτυχίας του πρωταγωνιστή.



2η ενότητα
παρελθόν- προετοιμασία του βασικού επεισοδίου- γνωριμία των άλλων προσώπων.
Ξεκινά από μια γενική εικόνα της ζωής του γα να καταλήξει στη γνωριμία με τη Μοσχούλα. Βασικό στοιχείο της ζωής του είναι η επαφή με τη φύση «φυσικός άνθρωπος». Ήταν μέρος της φύσης «είχα μεγάλη συγγένεια με τους δύο». Η φύση του έδινε τα πάντα. Την αίσθηση της ελευθερίας, της κυριαρχίας και της απόλυτης εξουσίας «ήτον δικόν μου- ήσαν δικά μου – οι λόγγοι , οι φάραγγες , αι κοιλάδες , ο αιγιαλός και τα βουνά» όλα αυτά ήταν δικά του και μπορούσε όποτε ήθελε να τα καρπωθεί. Κύριο χαρακτηριστικό της φυσικής ζωής η έλλειψη της ανθρώπινης ιδιοκτησίας. Στο χωράφι του γεωργού , στα σταφύλια της χήρας είχε και αυτός τα ίδια δικαιώματα. Ο μόνος χώρος που δεν είναι δικός του είναι μια περιφραγμένη ιδιοκτησία. Έτσι φτάνουμε αβίαστα(πάλι με ένα αντιθετικό σχήμα) να γνωρίσουμε τον κύριο Μόσχο . Ο κυρ Μόσχος σε αντίθεση με το βοσκό είναι πλούσιος , κατέχει μεγάλη έκταση γης αλλά αυτοπαγιδεύεται στον περίκλειστο χώρο του στενεύοντας έτσι τα όρια της ελευθερίας του. Η αλαζονεία του πλούτου του στερεί την πλήρη ελευθερία που αισθάνεται ο βοσκός.
Ο κυρ Μόσχος συνδέεται επίσης και με την ανηψιά του , τη Μοσχούλα, εκεί που θέλει να καταλήξει ο αφηγητής. Η ομωνυνία μάλιστα των δύο μπορεί να δικαιολογείται από τη συνήθεια της εποχής, αλλά για τον Παπαδιαμάντη παίζει διαφορετικός ρόλο. Συνδέει στενά αυτούς του δύο και κάνει ακόμα πιο απόμακρη τη Μοσχούλα για το βοσκό αφού ανήκει σε έναν άλλο κόσμο και δικαιολογεί έτσι από τη μια την κρυφή επιθυμία να τη γνωρίσει( η έλξη του απαγορευμένου) αλλά και την αρχική ντροπή του να έρθει σε επαφή μαζί της.

Πρώτη περιγραφή της Μοσχούλας.
Η Μοσχούλα έχει γίνει αντικείμενο της προσοχής και του θαυμασμού του βοσκού. Την έχει εξιδανικεύσει και έτσι δικαιολογείται και η έλξη του γι’ αυτήν και η λυρική γεμάτη σχήματα λόγου περιγραφή της. Είναι θερμόαιμος(μεταφορά) τα μάτια της σαν περιστέρια, σαν τη νύμφη του Άσματος , σα πτηνό του γιαλού ( παρομοιώσεις) , ο λαιμός της απείρως λευκότερος (υπερβολή) ωχρά , ρόδινη, χρυσαυγίζουσα(τριμερές ασύνδετο σχήμα, αντίθεση). Όλα αυτά τα σχήματα κάνουν έκδηλα τα ερωτικά αισθήματα του βοσκού, ο οποίος επειδή η Μ. μοιάζει απλησίαστο αγαθό προβάλλει τα συναισθήματα του στην αγαπημένη του κατσίκα που της δίνει το όνομα της κοπέλας. Δεύτερη ομωνυμία που θα προοικονομήσει την πρώτη επαφή και θα συνδέσει στο μυαλό του ήρωα τις δυο αγαπημένες του που θα γίνουν οι πρωταγωνίστριες του βασικού επεισοδίου του διηγήματος.

Τα δύο πρώτα επεισόδια της γνωριμίας των νέων
Πρώτο επεισόδιο. η ομωνυμία είναι αυτή που θα φέρει τους δύο νέους σε επαφή. Ήδη ο αφηγητής έχει προοικονομήσει τη γνωριμία τους αφού τα μέρη που ο βοσκός φέρνει τα κοπάδια του τα έχει τοποθετήσει κοντά στο παράθυρο της Μοσχούλας. Ενώ όμως δίνεται η δυνατότητα στο βοσκό να έρθει σε επικοινωνία μαζί της , αυτός σπεύδει να την κόψει και μάλιστα να αποκλείσει και κάθε πιθανή συνέχεια. Δικαιολογείται ίσως από την αγωνία του να βρει την κατσίκα του αλλά και από την ντροπή που θα ένιωθε κάθε έφηβος μπροστά στην έκφραση και την αποκάλυψη των αισθημάτων του.
Δεύτερο επεισόδιο. Το θάρρος αυτή τη φορά το παίρνει η Μοσχούλα. Έχοντας από έμμεσες πηγές την εικόνα του βοσκού με τη φλογέρα βρίσκει την ευκαιρία να ανοιχτεί στο νέο. Η πρωτοβουλία της αυτή αλλά και η προσφορά των δώρων δείχνουν πώς και η νέα ενδιαφερόταν για το βοσκό ή τουλάχιστον έψαχνε σύντροφο στη μοναξιά της. Έτσι ο βοσκός θα ξεπεράσει και αυτός τη ντροπή του και η σχέση θα προχωρήσει ένα ακόμα βήμα.

Κοινωνικά ζητήματα.
Δυο αναφορές της ενότητας αναδεικνύουν τους κοινωνικούς προβληματισμούς του Παπαδιαμάντη. Στην πρώτη περίπτωση ο συγγραφέας στηλιτεύει τους ανθρώπους της εξουσίας τους απλούς υπαλλήλους της που εκμεταλλεύονται τη θέση τους για να καρπώνονται τους κόπους των πολιτών. Στη δεύτερη περίπτωση ο κυρ Μόσχος γίνεται ο εκπρόσωπος της τάξης των πλουσίων με το απέραντο κτήμα του, τον πύργο του, προσπαθεί να κρατήσει μακριά του τους φτωχούς ανθρώπους του χωριού με τον περίβολό του αλλά για τον Παπαδιαμάντη ο περίβολος αυτός γίνεται σύμβολο της απομόνωσής του και του περιορισμού και της ανελευθερίας του.

«μιάν ημέραν» ένδειξη επιτάχυνσης και μάλιστα «παύσης» : ο αφηγητής διαλέγει μόνο τα γεγονότα που τον εξυπηρετούν , διευκολύνουν στο πέρασμά του στο βασικό επεισόδιο της ιστορίας

απώλεια Μοσχούλας: πρώτος κίνδυνος για τη Μοσχούλα : ευκαιρία συνάντησης με την κοπέλα
- προσήμανση του τραγικού τέλους της κατσίκας
- ένδειξη της σημασίας που έχει για το βοσκό , κάτι που θα παίξει ρόλο αργότερα όταν θα βρεθεί στο δίλημμα σωτηρίας ανάμεσα στην κοπέλα και την κατσίκα



3η ενότητα
τρεις περιγραφές : γιαλός – ηλιοβασίλεμα – σπήλαιο
οι περιγραφές αυτές έχουν ως στόχο αφ ενός να επιβραδύνουν την πλοκή , να καθυστερήσουν το βασικό επεισόδιο εντείνοντας την αγωνία του αναγνώστη και αφ ετέρου να δημιουργήσουν μια ειδυλλιακή ατμόσφαιρα , το περιβάλλον το κατάλληλο για να εξελιχθεί έτσι το ερωτικό – ονειρικό γεγονός, που θα ακολουθήσει. Επίσης η περιγραφή του άντρου προοικονομεί την εμφάνιση της Μοσχούλας καθώς ο αφηγητής αναφέρεται στο μονοπάτι που οδηγεί στο σπίτι του κυρ- Μόσχου. Τέλος οι περιγραφές αποσκοπούν και στην αισθητική απόλαυση των αναγνωστών αφού είναι δείγματα της συγγραφικής τέχνης του Παπαδιαμάντη γεμάτες από λυρισμό και εκφραστικά στολίδια του λόγου.

Πρώτη περιγραφή : γιαλός
Μεταφορές : αγκαλίτσες, ελιγμοί, δαίδαλοι του νερού
Προσωποποιήσεις: νερό μορμυρίζον , χορεύον
Παρομοιώσεις : ομοιάζον με βρέφος

Αυτός ο όμορφος γιαλός είναι ο πρώτος πειρασμός στον οποίο υποκύπτει ο βοσκός «λιμπίστηκα» «ελαχτάρησα», ο οποίος από τώρα έρχεται σε σύγκρουση με το καθήκον της προστασίας του κοπαδιού αλλά εξέρχεται νικητής καταδεικνύοντας την αδυναμία του βοσκού να του αντισταθεί.

Δεύτερη περιγραφή : ηλιοβασίλεμα
Μεταφορές: βασιλέψει
Παρομοιώσεις: λαμπρά πορφύρα
Τάπης
Η περιγραφή αυτή διαμορφώνει την ερωτική ειδυλλιακή ατμόσφαιρα που θα παγιδέψει το νεαρό βοσκό

Τρίτη περιγραφή : το άντρο
Επίθετα
Παρομοιώσεις : νύμφες
Μεταφορά : έζωνε

Πολλοί τοπικοί προσδιορισμοί : δείγμα ρεαλισμού. Προσπάθεια του Παπαδιαμάντη να δείξει την ακριβή θέση του βοσκού , έτσι ώστε στη συνέχεια να δικαιολογήσει τις κινήσεις και τους δισταγμούς του.

Μπάνιο: στην αφήγηση του μπάνιου βλέπουμε για άλλη μια φορά τη σύγκρουση της σωματικής απόλαυσης ( γλύκα , μαγεία , έν με το κύμα) με το χρέος .Αυτή τη φορά η αίσθηση του χρέους και η αγάπη για την κατσίκα του θα υπερτερήσουν.

Σχοινί : προσήμανση του σχοινιάσματος αλλά και προοικονομία

Πλατάγιασμα: πρώτος ήχος που αλλάζει την πλοκή του μύθου. Η ήχοι παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας ( δραματική λειτουργία)

Σατυρίσκος του βουνού: ο ήρωας συναισθάνεται τη ενοχή του και την ομολογεί. Καταλαβαίνει ότι εύκολα θα κατηγορηθεί για κρυφές ερωτικές επιθυμίες. Εξάλλου ο ίδιος λέει ότι παρακολουθούσε τη Μοσχούλα και ήξερε τις συνήθειές της. Η έκφραση «σατυρίσκος» είναι μια προσπάθεια απενοχοποίησης αφού επιχειρεί να μικρύνει το έγκλημά του(υποκοριστικό) και να διώξει κάθε υποψία εσκεμμένης ενέργειας. Βέβαια αυτά δεν τον αποτρέπουν από το να ανέβει στο βράχο και να δει γυμνή τη Μοσχούλα.

4η ενότητα : τα διλήμματα του βοσκού
το βοσκόπουλο βλέπει μέσα σε ένα ονειρικό τοπίο την αναδυόμενη Μοσχούλα(παρομοίωση : ως ποταμός από μαργαρίτες), τραβά την προσοχή του και σχηματοποιεί τον πειρασμό που πρέπει να αποφύγει.
Πρώτη σκέψη : να φύγει Απορρίπτεται : η Μοσχούλα εξαιτίας της θέσης των θα τον έβλεπε και θα τον κατηγορούσε για αθέμιτους ανήθικους σκοπούς

Δεύτερη σκέψη : να φωνάξει Απορρίπτεται : δεν ήξερε να συμπεριφερθεί κόσμια ( αγροίκος)

Τρίτη σκέψη : να μείνει Απορρίπτεται: ο Σισώης τον είχε συμβουλέψει να αποφεύγει τον γυναικείο πειρασμό. Εμφανίζεται πάλι ο Σισώης ο οποίος έχει διαμορφώσει τους ηθικούς κανόνες της ζωής του βοσκού και δικαιολογεί την απόρριψη της πιο απλής λύσης

Τέταρτη σκέψη : να πέσει στη θάλασσα Απορρίπτεται : μεγάλος κόπος ο γύρος του βράχου ενώ η ασφάλεια του κοπαδιού θα ετίθετο σε κίνδυνο

Ο βοσκός βρίσκεται ανάμεσα σε τρία προβλήματα, να διαφυλάξει την υπόληψή του, να αποφύγει τον πειρασμό και να φροντίσει το κοπάδι του. Θα μπορούσε να φύγει, αλλά έτσι θα διακινδύνευε το ήθος και το κοπάδι του. Θα μπορούσε να μείνει, να μην εκτεθεί και να γλιτώσει το κοπάδι του αλλά έτσι δε θα απέφευγε τον πειρασμό.
Αποφασίζει τελικά να περιμένει μέχρι να τελειώσει η Μοσχούλα. Εξάλλου έχει δικαιολογήσει τον εαυτό του , αφού συνειδητά δεν έκανε κανένα ηθικό παράπτωμα «ήμην εν συνειδήσει αθώος» . Όμως, ο πειρασμός – η περιέργεια δεν τον αφήνει. Θα εκτεθεί στον πειρασμό.

Ήτον απόλαυσιν…… η ναυς των ονείρων» : το όνειρο
Ο βοσκός έκθαμβος ζει εκείνη τη στιγμή το όνειρό του. Η περιγραφή γίνεται από πάνω προς τα κάτω. Από τα μαλλιά φτάνει στους κόλπους της. Πέρα από την όραση ο βοσκός επιστρατεύει και τη διαίσθηση. Μαντεύει μέρη του σώματος της κοπέλας που βρίσκονται μέσα στο νερό. Ο θαυμασμός του για την κοπέλα καταλήγει σε έκσταση , σε μαγεία και μαγεμένος πια αφήνεται στην πλάνη του πειρασμού του. Η περιγραφή δε θα μπορούσε να μην ακολουθήσει την έκσταση του ήρωα. Είναι και αυτή γεμάτη στολίδια ,πληθωρική, χειμαρρώδης. Ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί κάθε εκφραστικό μέσο που έχει στη λογοτεχνική φαρέτρα του.

πλήθος επιθέτων : χρυσίζουσα , αμαυρά , τορνευτούς , λευκάς
Τριμερή σχήματα : απόλαυσις, όνειρο , θαύμα / πνοή ίνδαλμα , όνειρο / νηρηίς, νύμφη , σειρήν
Κλιμάκωση: πνοή ίνδαλμα , όνειρο
Μεταφορές : βραχίονας τορνευτούς / χρυσίζουσαν κόμην / κόλποι γλαφυροί/ ναυς των ονείρων
Παρομοίωση: ως γάλα / ως ναυς μαγική
Χιαστί: αμαυράν κόμην
Τράχηλον εύγραμμον
Λευκάς ωμοπλάτας
Βραχίονας τορνευτούς
Οξύμωρο : αμαυράν κι όμως χρυσίζουσαν

«Ούτε μου ήλθε τότε η ιδέα….πλέον τα επίγεια» η επίδραση του ονείρου στο βοσκό είναι καταλυτική. Μένει έκθαμβος. Βρίσκεται σε έκσταση. Απογειώνεται από την πραγματικότητα. Ξεχνάει τους δισταγμούς του , τα διλήμματά του, τη δύσκολη θέση του. Μόνο απολαμβάνει. Έτσι δικαιολογεί και στον εαυτό του το ότι δεν άρπαξε την ευκαιρία τώρα που η Μοσχούλα κοιτούσε προς την άλλη πλευρά να φύγει και να μην τον αντιληφθεί.

5η ενότητα : επιστροφή στην πραγματικότητα
«δεν δύναμαι να είπω» ο δικηγόρος ξεχωρίζει τις σκέψεις του από αυτές του βοσκού νιώθοντας ντροπή για τους πονηρούς λογισμούς του. Προσπαθεί να απενοχοποιηθεί λέγοντας πως δε σκέφτηκε τον κίνδυνο της Μοσχούλας αλλά και μόνο η αναφορά αποδεικνύει τις ένοχες σκέψεις του. Απ’ την άλλη μεριά οι σκέψεις αυτές του βοσκού που προσπαθεί να αποποιηθεί αποτελούν και προσήμανση του γεγονότος που θα ζήσουμε σε λίγο με τον απειλούμενο πνιγμό της Μοσχούλας.

«Ήρχισεν αίφνης να βελάζει» ο δεύτερος ήχος που παίζει δραματικό ρόλο στο διήγημα. Το βέλασμα της κατσίκας επαναφέρει το βοσκό από το όνειρο στην πραγματικότητα. Είναι ο εξωτερικός παράγοντας που κινεί την πλοκή του μύθου καθώς θα αναγκάσει το βοσκό πάνω στην αμηχανία του και στην επιθυμία του να σώσει το αγαπημένο του ζώο να βγει από την κρυψώνα του και να γίνει φανερός στη Μοσχούλα-κόρη.
Η ομωνυμία κόρης - κατσίκας που έδωσε την ευκαιρία στην αρχή να συναντηθούν για πρώτη φορά οι δύο νέοι τώρα παίζει έναν ακόμα δραματικό ρόλο. Γίνονται οι δύο πόλοι (κόρη και κατσίκα) στο δίλημμα του νεαρού βοσκού. Να σώσει την κατσίκα του ή να σώσει τη σχέση του με τη κόρη που θα βρεθεί σε κίνδυνο αν ανακαλυφθεί; Και αργότερα να σώσει τη Μοσχούλα ή την κόρη που θα κινδυνεύσει;
«δεν εσκέφθην αν ήτον φόβος να με ιδή» ο βοσκός μέσα στην αμηχανία του και κυριευμένος από τον φόβο του σχοινιάσματος της κατσίκας του (προσήμανση) σηκώνεται από την κρυψώνα του για να γίνει έτσι αντιληπτός από την κόρη.

6η ενότητα : η διάσωση
«άφηκε μισοπνιγμένην κραυγή φόβου» νέος ήχος που φέρνει τον βοσκό σε νέο δίλημμα. «να τρέξω» ή να «ριφθώ»;

«μια βάρκα εφάνη» από το δίλημμά του γλιτώνει πάλι από έναν εξωτερικό παράγοντα. Αυτή τη φορά είναι μια βάρκα. Ένα ξένο στοιχείο μέχρι αυτή τη στιγμή στην πλοκή γι’ αυτό και ο Παπαδιαμάντης νιώθει την ανάγκη να το δικαιολογήσει « συγκυρίαν όχι παράδοξον». Η βάρκα αυτή αντί να δώσει θάρρος στη Μοσχούλα της επιτείνει το φόβο. Δεν πρέπει να μας παραξενεύει μια τέτοια αντίδραση. Η νεαρή κοπέλα νομίζει ότι έκανε μπάνιο μόνη της. Ξαφνικά ανακαλύπτει την παρουσία ενός ξένου που την παρακολουθεί και την επόμενη στιγμή βλέπει κάποιους άλλους με μια βάρκα να την πλησιάζουν. Είναι φυσιολογικό να τρομάξει αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι πρόκειται για μια περιορισμένη κοπέλα χωρίς πολλές συναναστροφές.
Η δεύτερη κραυγή της σπρώχνει το βοσκό να πέσει στη θάλασσα για να σώσει την κοπέλα των ονείρων του.

Η διάσωση
Η περιγραφή της διάσωσης από τον ίδιο τον ήρωα έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας κινηματογραφικής – επικής προσπάθειας.
Η προσπάθειύ του χαρακτηρίζεται από ταχύτατες κινήσεις ( πάραυτα –με τρία στιβαρά πηδήματα εντός ολίγων λεπτών- εγκαίρως) και από υπερβολική δύναμη ( αι δυνάμεις μου επολλαπλασιάζοντο θαυμασίως). Η αγωνία του βοσκού για το αν θα προλάβει ζωντανή τη Μοσχούλα είναι έκδηλη.(ως μνήμα υγρόν- εγγύτερον του θανάτου- δεν παρείχε σημεία ζωής – ήθελε τη ζωή της – ω ας έζη). Η ανακούφισή του επίσης και αυτή ολοφάνερη. (δόξα τω θεώ – ποτέ δε θα εζήτουν αμοιβή). Μα πάνω απ’ όλα αυτό που του μένει από την προσπάθεια του είναι η ευτυχία που ένιωσε από την επαφή του σώματός του με αυτό της Μοσχούλας. Το αγκάλιασμα αυτό δεν ήταν μια απλή σαρκική επαφή. Ήταν η μόνη ευτυχισμένη στιγμή της ανώφελούς ζωής του. Ήταν η μεταφορά του ονείρου στην πραγματικότητα. Ο βοσκός κατάφερε να ζήσει το όνειρό του.

«Επί πόσον ---το ίδιον όνειρόν του.» ο δικηγόρος πια κάνει την αποτίμηση αυτής της στιγμής του παρελθόντος. Χρόνια μετά και έχοντας ως σύγκριση τις άλλες σαρκικές επαφές που έζησε , οι οποίες δεν είχαν κανένα συναισθηματικό δέσιμο, δεν ήταν αληθινές, θεωρεί την επαφή με τη Μοσχούλα ως την ευτυχέστερη στιγμή της ζωής του. Για άλλη μια φορά οι άσχημες εμπειρίες του παρόντος στρέφουν τον ήρωα στο παρελθόν , το οποίο το εξιδανικεύει και το ντύνει με το πέπλο του ονείρου και του άπιαστου.

7η ενότητα: επίλογος
ο επίλογος δεν έχει αφηγηματικό χαρακτήρα αλλά ο ήρωας επιστρέφοντας στο παρόν κάνει έναν απολογισμό της ζωής του , αναζητά και καταδεικνύει τις αιτίες της δυστυχίας του και βέβαια κλείνει όλα τα θέματα που έχουν μείνει ανοιχτά στην ιστορία του.

« η Μοσχούλα έζησε» η κοπέλα πληροφορούμαστε ότι επέζησε. Η έκπληξή μας όμως βρίσκεται στον τρόπο που αντιμετωπίζεται από τον ήρωα. Η Μοσχούλα δεν είναι πια η ονειρώδης ύπαρξη, η μοναδική στη ζωή του αλλά μια ασήμαντη γυναίκα , κοινή σαν όλες της άλλες κουβαλώντας μάλιστα και το προπατορικό αμάρτημα που κουβαλούν όλες οι θυγατέρες της Εύας. Η αντίθεση αυτή καταδεικνύει ξεκάθαρα και την αντίθεση του τότε με το τώρα στη ζωή του δικηγόρου. Το παρελθόν του , η ζωή στη φύση , η ευτυχία και η αθωότητα ήταν το περιβάλλον στο οποίο η Μοσχούλα μπορούσε να πάρει ονειρικές διαστάσεις. Το παρόν, η πόλη, η μιζέρια του δεν χωρούν όνειρα, αλλά καθετί το περιβάλλουν με τη δυστυχία τους . Έσι και η Μοσχούλα του παρόντος είναι και αυτή ένα θλιβερό δείγμα της ωριμότητας , του συμβιβασμού που επιβάλλει, του αποπνικτικού κοσμικού περιβάλλοντος το οποίο αποστρέφεται ο αφηγητής.

«μετρίως ελυπήθην» αν η κοπέλα σώθηκε , η κατσίκα δεν τα κατάφερε , αλλά όπως ήδη είχε προσημανθεί σχοινιάσθηκε. Το παράξενο είναι ότι ο βοσκός και για αυτήν την πολυαγαπημένη του κατσίκα δε νιώθει καμία λύπη. Βέβαια τα λόγια του αφήνουν να εννοηθεί κάποια συμπόνια για το χαμό του ζώου αλλά ο θάνατός του αντισταθμίζεται αφού η παραμέληση της κατσίκας του έδωσε την ευκαιρία να απολαύσει το άπιαστο όνειρό του. Απ’ την άλλη μεριά το ενδιαφέρον τώρα του δικηγόρου μας επικεντρώνεται στην παρούσα κατάστασή του , όπου τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει είναι μεγαλύτερα και πιο θλιβερά από το θάνατο της κατσίκας του.

«Κι, εγώ» ο τρίτος πόλος , ο τρίτος ήρωας του διηγήματος. Μαθαίνουμε και τη δική του κατάληξη που βέβαια μας είναι γνωστή από τον πρόλογο. Εδώ όμως ο αφηγητής προχωρά σε μια πιο αναλυτική περιγραφή των αιτιών που τον οδήγησαν στη σημερινή του μιζέρια.
1) πρώτα απ’ όλα έμαθε γράμματα και έγινε δικηγόρος. Ο ίδιος ο ήρωας αντιμετωπίζει ειρωνικά τη μόρφωσή του. Πήγε σε δύο ιερατικές σχολές και έγινε «όπως ήτον επόμενον» δικηγόρος!. Η κοσμική του μόρφωση όμως δε του εξασφάλισε τη σωτηρία της ψυχής του. Τα λίγα γράμματα αναγνωρίζει τώρα πια ότι θα του ήταν αρκετά.
2) Η έξοδός του από το μοναστήρι , η κοσμική ζωή γεμάτη πειρασμούς , το επάγγελμά του τον απομάκρυναν και αυτά από τη λύτρωση , την αγνότητα , τον αυθορμητισμό της φυσικής ζωής και τον οδήγησαν στον ασφυκτικό κόσμο της πόλης.
3) Το όνειρο. Ο αφηγητής αναρωτιέται μήπως το όνειρο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφασή του να μην ακολουθήσει τη μοναστική ζωή. Μήπως οι τύψεις του επειδή παρασύρθηκε από τον πειρασμό , η αδυναμία αντίστασης μπροστά στην απόλαυση της σάρκας, ήταν αυτά που τον έκαναν να απαρνηθεί τη ζωή του ιερέα και μάλιστα του μοναχού. Οι ενοχές του λοιπόν τον έπεισαν ότι δεν ήταν άξιος για το ιερατικό αξίωμα και τον στρέφουν μακριά από τη θρησκευτική ζωή. Όμως, τώρα πια , ο δικηγόρος αναγνωρίζει ότι η αδυναμία μπροστά στον πειρασμό θα έπρεπε να τον είχαν οδηγήσει στην απόφαση να ακολουθήσει το μοναχισμό. Εκεί θα έβρισκε τη συγχώρεση , με την άσκηση και την προσευχή θα έφτανε στη μετάνοια και βέβαια θα κρατιόταν μακριά από το γυναικείο πειρασμό. Αλίμονο , όμως, τώρα ( φευ) δεν υπάρχει τέτοια διέξοδος.
Από τις παραπάνω σκέψεις καταλαβαίνουμε ότι ο αφηγητής έχει συνδέσει την ευτυχία με τη σωτηρία της ψυχής μέσω της θρησκείας και της αφιέρωσης του ανθρώπου στο θεό. Η ευτυχία γι’ αυτόν έχει μόνο πνευματικό περιεχόμενο αλλά είναι και τόσο μακρινή σχεδόν άφταστη καθώς δε βρίσκεται στην καθημερινή ζωή μας αλλά έχει μόνο υπερβατικό χαρακτήρα.

Σχοινί : το σχοινί στο διήγημα παίρνει διαστάσεις συμβόλου. Συμβολίζει την αποπνικτική ζωή του αφηγητή , τον περιορισμό του από τη δουλειά του, τη στενοχωρία της πόλης αλλά και το δέσιμό του με αυτή την πραγματικότητα από τη οποία δε μπορεί να ξεφύγει. Το σχοίνιασμα αυτό του φέρνει στο νου το σχοίνιασμα της κατσίκας του και το δέσιμο του σκύλου της παραβολής στης αυλή του αφέντη του και αναλογίζεται μήπως όλα αυτά δεν ήταν τυχαία αλλά αποτέλεσαν γι’ αυτόν ένα σχοίνισμα κληρονομιάς. Καταδεικνύουν δηλαδή το δικό του μερίδιο στη ζωή, στο οποίο είναι εγκλωβισμένος, δεμένος, ανίκανος να ξαναβρεί την ευτυχία του.

«Ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη» ( σχήμα κύκλου: το διήγημα τελειώνει με τον ίδιο τρόπο που άρχισε)
η ευχή έρχεται μετά από όλα τα προηγούμενα ως φυσική κατάληξη. Πέρα από τη νοσταλγία που εκφράζει για την προηγούμενη ζωή του , την πίκρα και την απογοήτευσή του που τον έχει γεμίσει το παρόν, δείχνει ξεκάθαρα και τη συναίσθηση της αδυναμίας του να γνωρίσει πάλι την ευτυχία. Ο ήρωας ξέρει ότι δε θα μπορέσει πάλι να γυρίσει πίσω, η ευχή του θα μείνει ανεκπλήρωτη.


«Δια την αντιγραφήν” ο Παπαδιαμάντης βεβαιώνει ότι μετέφερε τα γεγονότα αυτούσια , ως απλός αντιγραφέας , και βάζει απλώς την υπογραφή του. Γνωρίζοντας το βίο του Παπαδιαμάντη, ο οποίος έχει αρκετά κοινά στοιχεία με αυτό του δικηγόρου του διηγήματος καταλαβαίνουμε την προσπάθεια του συγγραφέα να αποστασιοποιηθεί από τον ήρωα του. Δεν θέλει να ταυτιστεί μαζί του , δε θέλει τα γεγονότα που εξιστορεί να θεωρηθούν αυτοβιογραφικά. Και απ’ την άλλη θέλει να προστατεύσει τον ήρωα του, να τον αντιμετωπίσουμε ως ξεχωριστή προσωπικότητα και όχι ως προσωπείο του.

Βέβαια η προσπάθεια του δε μπορούμε να τη θεωρήσουμε επιτυχημένη. Γίνεται κατανοητό ότι πίσω από το δικηγόρο κρύβεται ο Παπαδιαμάντης. Ο δικηγόρος είναι το προσωπείο το οποίο χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να εκφράσει τα δικά του συναισθήματα, τις δικές του σκέψεις , να παρουσιάσει τους βασικούς άξονες της δικής του ζωής.

Τεχνική κειμένου
Αφηγητής – εστίαση
Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη – ομοδιηγητική. Ο αφηγητής συμμετέχει στην ιστορία είναι δραματοποιημένος και η εστίαση του είναι εσωτερική. Υπάρχει όμως μια ιδιοτυπία στο διήγημα. Ο αφηγητής είναι ένας αλλά έχει δύο φωνές. Υπάρχει η φωνή του παρόντος – του δικηγόρου- της εξιστόρησης ενός γεγονότος και η φωνή του παρελθόντος – του βοσκού – της «ζωντανής» δράσης. Έτσι πολλές φορές οι γνώσεις του δικηγόρου είναι διαφορετικές απ’ αυτές του βοσκού. Ο δικηγόρος γνωρίζει πράγματα και συναισθήματα που τότε ο βοσκός δε μπορούσε να τα καταλάβει και τα φανερώνει όταν κάνει τον απολογισμό της ζωής του « χωρίς να το ηξεύρω , ήμην ευτυχής» «δεν δύναμαι να είπω αν μου ήλθον πονηροί και συνάμα παιδικοί ανόητοι λογισμοί». Όταν όμως έχουμε την εξιστόρηση του βασικού επεισοδίου- το όνειρο- τότε ακούμε τη φωνή του βοσκού. «ω αυτό δεν το είχα προβλέψει» «ω ας έζη και ας ήτον ευτυχής»

Η ιδιοτυπία αυτή βοηθά και στο να καταδειχτεί η διαφορά μεταξύ του βοσκού με το δικηγόρο και βέβαια των βίων που αυτοί αντιπροσωπεύουν, αλλά κυρίως στο να παρακολουθήσουν οι θεατές το βασικό επεισόδιο με την ίδια αγωνία που το έζησε και ο ήρωας χωρίς να ξέρουν την κατάληξη, ούτε να την υποψιάζονται από τη στάση του αφηγητή.

Αφηγηματικοί χρόνοι

σειρά
Αναδρομές : όλο το διήγημα είναι μια αναδρομική αφήγηση «η τελευταία χρονιά που ήμην φυσικός άνθρωπος ήτον το θέρος εκείνο
του έτους 187…»
επιπλέον αναδρομικές αφηγήσεις είναι η ιστορία του πάτερ- Σισώη στην αρχή και η ιστορία με τον κλέφτη της Μοσχούλας σελ 170
προδρομικές αφηγήσεις μπορούν να θεωρηθούν οι προσημάνσεις του κειμένου ( το σχοίνιασμα της Μοσχούλας σελ 175- ο πνιγμός της Μοσχούλας σελ 174)

διάρκεια
τα γεγονότα της αφήγησης καλύπτουν μια περίοδο πάνω από δώδεκα χρόνια. Το καλοκαίρι ο ήρωας ήταν 18 χρονών και τώρα που μας εξιστορεί τα γεγονότα είναι πάνω από 30 χρονών « εξήλθα τριακοντούτης» άρα λοιπόν η αφήγηση διακρίνεται γενικά από επιτάχυνση. Χρησιμοποιείται τόσο η παύση. Από τη μια μέρα περνάμε σε μια άλλη χωρίς να αναφέρονται τα ενδιάμεσα γεγονότα. Αλλά και η περίληψη. Τα γεγονότα μεταξύ του 18ου έτους και του 30ου εξιστορούνται περιληπτικά.
Πέρα από τη γενική επιτάχυνση υπάρχουν στο διήγημα και σκηνές επιβράδυνσης. Αυτές είναι οι περιγραφές( του γιαλού- του άντρου) και οι ψυχογραφικές αναλύσεις του ήρωα πριν από κάθε ενέργειά

ΕΓΚΟΛΠΙΟ ΟΡΘΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

Εγκόλπιο ορθής γραφής

ΟΝΟΜΑΤΑ

ΟΡΟΙ - ΑΠΟΛΙΘΩΜΑΤΑ

1. Η επιστημονική, τεχνική, διοικητική, στρατιωτική και θρησκευτική ορολογία έχει καθιερώσει τυπικά λεκτικά σχήματα και τίτλους, που παρουσιάζουν τα εξής χαρακτηριστικά:
Αποτελούνται από δύο ουσιαστικά. Το δεύτερο στοιχείο του ζεύγους είναι πάντοτε εξαρτημένη άναρθρη γενική. Τα δύο ουσιαστικά εκφράζουν μία έννοια και συνθέτουν αδιάσπαστο σημασιολογικό τύπο.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις το πρώτο ουσιαστικό ακολουθεί το νεοελληνικό κλιτικό σύστημα και τους νεοελληνικούς τονικούς κανόνες. Η εξαρτημένη γενική διατηρεί την αρχαιόμορφη κατάληξη και τον αρχαίο τόνο της αμετάθετο: Λέμε και γράφουμε:

τήξη, τήξης - αλλά: σημείο τήξεως· βάση, βάσης - αλλά: γωνίες βάσεως· ενέργεια, ενέργειας - αλλά: μέθοδος ενεργείας· πόλη, πόλης - αλλά: σχέδιο πόλεως· ψύξη, ψύξης - αλλά: σύστημα ψύξεως· σύνταξη, σύνταξης - αλλά: Γραμματεία Συντάξεως- τάξη, τάξης - αλλά: μέτρα τάξεως· άδεια, άδειας - αλλά: επίδομα αδείας· λήξη, λήξης - αλλά: ημερομηνία λήξεως· ταυτότητα, ταυτότητας - αλλά: δελτίο ταυτότητος· κυβέρνηση, κυβέρνησης - αλλά: σχηματισμός κυβερνήσεως· Περικλής, Περικλή - αλλά: οδός Περικλέους· ομόνοια, ομόνοιας - αλλά: Πλατεία Ομονοίας· ασφάλεια, ασφάλειας - αλλά: Διεύθυνση Ασφαλείας· κρούση, κρούσης - αλλά: μονάδες κρούσεως· πίστη, πίστης - αλλά: σύμβολο πίστεως· κρίση, κρίσης - αλλά: Ημέρα Κρίσεως.

2. Η παρεμβολή επιθέτου δεν αλλοιώνει τον χαρακτήρα του σχήματος. Λέμε και γράφουμε:
Υπουργείο (Δημοσίας) Τάξεως· Κυβέρνηση (Εθνικής) Ενότητος.
Γενικότερα: αρχαιόμορφη παραμένει η άναρθρη γενική όταν σχηματίζει με το προηγούμενο ουσιαστικό καθιερωμένο και αναντικατάστατο σημασιολογικό ζεύγος, ακόμη και σε περιπτώσεις που δεν πρόκειται για ορολογία ή τίτλο. Λέμε και γράφουμε:

το επίπεδο της θεατρικής παράστασης - αλλά: έξοδα παραστάσεως· η κρίση της ανθρώπινης συνείδησης - αλλά: είχε κρίση συνειδήσεως· ο μαθητής της πρώτης τάξης - αλλά:
ηθοποιός πρώτης τάξεως· η διαμόρφωση του χαρακτήρα - αλλά: είναι ζήτημα χαρακτήρος· η δύναμη της συνήθειας - αλλά: ζήτημα συνήθειας.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Χρησιμοποιούμε τα λεκτικά αυτά σχήματα και τους τίτλους μόνον όπου ο τύπος τους είναι βεβαιωμένος και η χρήση τους απαραίτητη. Κατά περίπτωση και εφόσον το νόημα της έκφρασης δεν αλλοιώνεται, μπορούμε να τρέψουμε την άναρθρη αρχαιόμορφη γενική σε επίθετο ή σε ισοδύναμη έκφραση:

- Ταμείο Ασφαλίσεως: Ασφαλιστικό Ταμείο· σύστημα ψύξεως: ψυκτικό σύστημα· Ημέρα Κρίσεως: Έσχατη Κρίση- Πλατεία Ομονοίας: η Ομόνοια· Γραμματεία Συντάξεως: η Σύνταξη.

3. Η άναρθρη αρχαιόμορφη γενική απαντά επίσης σε τυπικές και καθιερωμένες εμπρόθετες ή ελλειπτικές εκφράσεις, όπως:

- υπέρ πίστεως και πατρίδος· επί κυβερνήσεως Τσαλδάρη· περί καταστάσεως πολιορκίας· περί ποιήσεως- της Αναλήψεως· της Σταυροπροσκυνήσεως· ο Σεβαστουπόλεως.

Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ

Η γενική πτώση στον γραπτό λόγο, ιδίως τον επιστημονικό, είναι ισότιμη με την ονομαστική και την αιτιατική, και σε πολλές περιπτώσεις αναντικατάστατη. Δεν πρέπει ωστόσο να γίνεται κατάχρηση της γενικής είτε από επίδραση της καθαρεύουσας είτε από μεταφορά ξενόγλωσσων συντάξεων. Ο νεοελληνικός λόγος διαθέτει εκφραστικά μέσα, τα οποία περιορίζουν στο σωστό μέτρο τη χρήση της γενικής. Προς αυτή την κατεύθυνση:

1. Τρέπουμε, όπου αυτό είναι δυνατό, την αρχαιόκλιτη άναρθρη γενική σε επίθετο.

Αντί: όροι ακριβείας, ακριβείς όροι· αντί: σύστημα ψύξεως, ψυκτικό σύστημα· αντί: ημερομηνία λήξεως, καταληκτική ημερομηνία· αντί: ανασχηματισμός κυβερνήσεως, κυβερνητικός ανασχηματισμός.

2. Τρέπουμε την ονοματική σε ρηματική έκφραση, προπαντός στις περιπτώσεις όπου έχουμε αλλεπάλληλες εξαρτημένες γενικές, σύνταξη που δεν προσιδιάζει στον νεοελληνικό λόγο.

Αντί: η ανάγκη εξακρίβωσης (ή εξακριβώσεως) των στοιχείων κατηγορίας, η ανάγκη να εξακριβωθούν τα στοιχεία κατηγορίας· αντί: προτάσεις ενισχύσεως του αμυντικού συστήματος της χώρας, προτάσεις για την ενίσχυση του αμυντικού συστήματος της χώρας· αντί: νόμοι περί προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, νόμοι για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δυνατό να αντικατασταθεί η εξαρτημένη γενική και με εμπρόθετο· η τροπή αυτή νομιμοποιείται, μόνον όπου δεν παραβιάζονται το γλωσσικό αίσθημα και η σαφήνεια του νοήματος.

Δοκιμότερη είναι η έκφραση: ποτήρι για νερό, κρασί κτλ. αντί: ποτήρι νερού, κρασιού κτλ- θέμα για συζήτηση ή συζητούμενο θέμα, αντί: θέμα συζητήσεως.

Παρά ταύτα λέμε και γράφουμε: οι κάτοικοι του χωριού - όχι: οι κάτοικοι από το χωριό· η γνώση της αλήθειας - όχι: η γνώση για την αλήθεια· η αρχή της αβεβαιότητας - όχι: η αρχή για την αβεβαιότητα· τα αίτια του πελοποννησιακού πολέμου - όχι: τα αίτια για τον πελοποννησιακό πόλεμο.

ΣΤΥΛΟΣ-ΣΤΗΛΗ

Στύλος σημαίνει στρογγυλός κίων, στήλη σημαίνει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ορθογώνιο παραλληλόγραμμο μνημείο. Γράφουμε και λέμε:

οι στύλοι του Ολυμπίου Διός - όχι: οι στήλες του Ολυμπίου Διός· η επιτάφια στήλη του Δεξιλέου στον Κεραμεικο· η πρώτη στήλη της εφημερίδας.

ΙΧΘΥΣ - ΙΧΘΥΕΣ, ΜΥΣ - ΜΥΕΣ

Τα αρχαιόκλιτα τριτόκλιτα σε -υς, αρσενικά και θηλυκά, σχηματίζουν την ονομαστική του πληθυντικού σε -υες - όχι: σε -εις ή -υς. Γράφουμε και λέμε:

οι ιχθύες, οι μύες (και με τις δυο σημασίες της λέξης: μύες του σώματος και ποντίκια), οι δρύες - όχι: οι ιχθείς, οι μυς, οι δρυς.

Στην αιτιατική του πληθυντικού τα ίδια αρχαιόκλιτα σχηματίζονται με κατάληξη σε -υς. Γράφουμε και λέμε:
τους ιχθύς, τους μυς, τις δρυς.


ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ - ΕΠΙΘΕΤΑ

ΘΗΛΥΚΑ ΣΕ -ΟΣ

Τα θηλυκά σε -ος μένουν αρχαιόκλιτα. Στην αιτιατική αποβάλλουν το τελικό -ν-. Λέμε και γράφουμε:

μέθοδος, μεθόδου, μέθοδο, μεθόδων, μεθόδους, μέθοδοι - όχι: μέθοδες· λεωφόρος, -ου, -ο, -οι, -ων, -ους.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση ανάμεσα στα επίθετα και στα ουσιαστικά που προέρχονται από αυτά. Λέμε και γράφουμε:

οι κάθετες γραμμές - αλλά: η κάθετος συναντά τη βάση του τριγώνου στο σημείο Α, ή οι κάθετοι από τα σημεία Α και Β συναντούν την ευθεία αβ στα σημεία Γ και Δ· εγκύκλιος, εγκύκλια, εγκύκλιο: εγκύκλιες σπουδές, αλλά: η αποστολή της εγκυκλίου, οι εγκύκλιοι του Υπουργείου Παιδείας· έρημος, έρημη, έρημο: έρημη πόλη - αλλά: η έρημος Σαχάρα, οι έρημοι της Αφρικής.

Τα θηλυκά ορισμένων σύνθετων δευτερόκλιτων (τριγενών αλλά δικατάληκτων) επιθέτων σε -ος, τα οποία απαντούν στον επιστημονικό λόγο και στην καθιερωμένη ορολογία, κλίνονται όπως και το αρσενικό τους. Λέμε και γράφουμε:

ουροδόχος κύστη, της ουροδόχου κύστης ή κύστεως· ενεργός αντίδραση, της ενεργού αντίδρασης ή αντιδράσεως.

ΠΟΛΥ - ΠΟΛΥΣ - ΠΟΛΛΗ

Όταν το πολύ προσδιορίζει επίθετο και όχι ουσιαστικό, είναι άκλιτο επίρρημα και γράφεται πάντοτε με ένα λάμδα και ύψιλον. Γράφουμε:

πολύ καλός καιρός· πολύ περισσότεροι άνθρωποι (όχι: πολλοί περισσότεροι άνθρωποι)· πολύ περισσότερα χρήματα (όχι: πολλά περισσότερα χρήματα)· πολύ μεγαλύτερη αύξηση (όχι: πολλή μεγαλύτερη αύξηση).

ΠΡΟΣΟΧΗ: Όταν το πολύς, πολλή, πολύ προσδιορίζει ουσιαστικό, είναι πάντοτε επίθετο και παρακολουθεί το γένος, την πτώση και τον αριθμό του ουσιαστικού. Γράφουμε:

με πολλή αγάπη (όχι: με πολύ αγάπη)· με πολύν θαυμασμό (όχι: με πολύ θαυμασμό).

ΤΟΣΟ - ΤΟΣΟΣ - ΤΟΣΗ

Δεν πρέπει να συγχέεται το επίρρημα τόσο με την αντωνυμία τόσος, τόση, τόσο· το επίρρημα τόσο χρησιμοποιείται πάντοτε πριν από ένα ποσοτικό επίθετο, για να το ενισχύσει· η αντωνυμία τόσος, τόση, τόσο συνάπτεται απευθείας με ένα ουσιαστικό, για να δηλώσει το μέγεθος του. Γράφουμε:

τόσο πολύς κόσμος όχι: τόσος πολύς κόσμος
τόσο πολλοί άνθρωποι όχι: τόσοι πολλοί άνθρωποι - αλλά: τόσοι άνθρωποι· τόσο πολλές επιθέσεις όχι: τόσες πολλές επιθέσεις - αλλά: τόσες επιθέσεις·
τόσο πολλά χρήματα όχι: τόσα πολλά χρήματα - αλλά: τόσα χρήματα.

ΕΥΑΡΙΘΜΟΣ

Το επίθετο ευάριθμος (συνήθως χρησιμοποιείται στον πληθυντικό αριθμό) σημαίνει: αυτός που εύκολα μπορεί να μετρηθεί, δηλαδή ο ολιγάριθμος (και όχι ο πολυάριθμος). Λέμε και γράφουμε:

ευάριθμος στρατός δηλαδή: ολιγάριθμος στρατός· ευάριθμοι θεατές δηλαδή: ολιγάριθμοι θεατές.

ΥΨΗΛΟΣ- ΨΗΛΟΣ

Το επίθετο υψηλός (και τα παραθετικά του) χρησιμοποιείται στον νεοελληνικό λόγο με σημασία μεταφορική:

υψηλοί στόχοι (ποτέ: ψηλοί στόχοι)· υψηλά νοήματα (ποτέ: ψηλά νοήματα)· υψηλά ιδανικά (ποτέ: ψηλά ιδανικά).

Ο τύπος ψηλός (και τα παραθετικά του) χρησιμοποιείται πάντοτε κυριολεκτικά:
ψηλά βουνά (όχι: υψηλά βουνά)· ψηλός άνθρωπος (όχι: υψηλός άνθρωπος).

ΤΡΕΛΟΣ

Το επίθετο τρελός, ανεξαρτήτως βαθμού τρέλας, γράφεται με ένα λάμδα.
Γράφουμε:
τρελή ροδιά - όχι τρελλή ροδιά· τρελός άνθρωπος - όχι τρελλός άνθρωπος.

ΣΑΤΥΡΙΚΟΣ - ΣΑΤΙΡΙΚΟΣ

Τα επίθετα σατυρικός (από το σάτυρος) και σατιρικός (από τη λατινική λέξη σάτιρα) δεν πρέπει να συγχέονται ορθογραφικώς και σημασιολογικώς. Γράφουμε:
το σατυρικό δράμα - όχι: το σατιρικό δράμα· η σατιρική επιθεώρηση - όχι: η σατυρική επιθεώρηση.

ΑΡΧΑΙΟΚΛΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΣΕ-ΥΣ

Ορισμένα επίθετα σε -υς παραμένουν αρχαιόκλιτα και στη γενική πτώση, όπου το επιβάλλει η καθιερωμένη ορολογία. Στην αιτιατική του αρσενικού το τελικό -ν- παραλείπεται. Λέμε και γράφουμε:

του βαρέος ύδατος, το βαρύ ύδωρ· του παχέος εντέρου, το παχύ έντερο· του οξέος τόνου, τον οξύ τόνο (μουσική ορολογία).

Στις άλλες περιπτώσεις αποφεύγεται η γενική του αρσενικού και του ουδετέρου· όπου η γενική είναι υποχρεωτική, αντικαθίσταται από συνώνυμο ή ομόρριζο. Λέμε και γράφουμε:

ο βαρύς άνθρωπος, τον βαρύ άνθρωπο· ο βραδύς άνθρωπος, τον βραδύ άνθρωπο, οι βραδείς ρυθμοί - αλλά: ο ταχύς, του γρήγορου, τον ταχύ· ο ευρύς, του ευρύχωρου, τον ευρύ.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Στη λόγια γλώσσα και στον δημοσιογραφικό και επιστημονικό λόγο αποφεύγονται τύποι της δημώδους γενικής σε -ιου ή σε -υ, όπως επίσης και της ονομαστικής και της γενικής του πληθυντικού σε -ιοι και -ιων. Δεν λέμε, επομένως, και δεν γράφουμε:

του πλατιού ποταμού, του βαρύ φορτίου, του παχιού ανθρώπου, οι φαρδιοί δρόμοι, των φαρδιών ρούχων.

ΠΑΛΑΙΑ ΤΡITOΚΛΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΣΕ -ΗΣ (-ΟΥΣ)

1. Πολλά από τα δικατάληκτα αρχαιόκλιτα επίθετα σε -ης μετασχηματίστηκαν στη νεοελληνική γλώσσα σε δευτερόκλιτα τρικατάληκτα σε -ος -η -ο. Στις περιπτώσεις που έχει πραγματοποιηθεί αυτός ο μετασχηματισμός, χρησιμοποιούμε κατά κανόνα τον δευτερόκλιτο τύπο. Λέμε και γράφουμε:

συνηθισμένος - αντί: συνήθης, ασυνήθιστος - αντί: ασυνήθης, αμφίρροπος - αντί: αμφιρρεπής, διάφανος - αντί: διαφανής, άπρεπος - αντί: απρεπής, επιτυχημένος - αντί: επιτυχής, ευτυχισμένος - αντί: ευτυχής, εύοσμος - δυσεύοσμος, δύσοσμος - αντί: ευώδης - δυσώδης, ένστικτος - αντί: ενστικτώδης, φρικτός - αντί: φρικώδης, λειψός - αντί: ελλιπής, ωφέλιμος - αντί: επωφελής.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Στον επιστημονικό λόγο η αρχαιόκλιτη μορφή του επιθέτου είναι κάποτε αναπόφευκτη, κυρίως στις περιπτώσεις όπου μεταξύ αρχαιόκλιτου και νεοελληνικού τύπου υπάρχει σημασιολογική διαφορά. Λέμε και γράφουμε:

αραχνοειδή αγγεία - όχι: αραχνόμορφα· ελλιπής πρόταση - όχι: λειψή πρόταση.

2. Σε πολλές περιπτώσεις το αρχαιόκλιτο επίθετο καλύπτεται σημασιολογικώς από το νεοελληνικό συνώνυμο του· οπότε προτιμούμε το νεοελληνικό συνώνυμο, εφόσον δεν συντρέχει ειδικός λόγος. Λέμε και γράφουμε:

περίφοβος - αντί: περιδεής· αρρενωπός - αντί: ανδροπρεπής· αδιάκοπος (αδιάλειπτος, εξακολουθητικός) - αντί: συνεχής· ωραίος, όμορφος - αντί: ευειδής· εύκολος, δύσκολος -αντί: ευχερής, δυσχερής· μετέωρος - αντί: εκκρεμής· ηλίθιος - αντί: βλακώδης.

Στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις η πρόκριση του νεοελληνικού τύπου επιβάλλεται προπάντων στη γενική και στην αιτιατική πτώση του ενικού αριθμού· αντιθέτως τα αρχαιόκλιτα επίθετα στην ονομαστική του ενικού και στον πληθυντικό αριθμό δεν διαταράσσουν το νεοελληνικό κλιτικό σύστημα και, όπου το ύφος ή το είδος του λόγου επιβάλλει, νομιμοποιείται η χρήση τους.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Σε ορισμένες τυπικές εκφράσεις η αρχαιόμορφη ονομαστική είναι αναντικατάστατη. Λέμε και γράφουμε:

ευτυχής σύμπτωση, ατυχής έμπνευση, μανιώδης καπνιστής.

Στην περίπτωση που χρησιμοποιείται η αρχαιόκλιτη μορφή των επιθέτων, η αρχαία κλίση επιβάλλεται και στη γενική και στην αιτιατική πτώση. Λέμε και γράφουμε:

αμφιβληστροειδής χιτώνας, του αμφιβληστροειδούς χιτώνα, τον αμφιβληστροειδή χιτώνα· ασταθής ισορροπία, της ασταθούς ισορροπίας· συνεχές ρεύμα, του συνεχούς ρεύματος.

Όταν η αρχαιόκλιτη γενική του επιθέτου συνοδεύει αρχαίο τριτόκλιτο σε -ις -εως, συμπαρασύρει στην αρχαία κλίση και το ουσιαστικό. Λέμε και γράφουμε:

η ελλιπής πρόταση, την ελλιπή πρόταση - αλλά: της ελλιπούς προτάσεως· η Διεθνής Επανάσταση, τη Διεθνή Επανάσταση - αλλά: της Διεθνούς Επαναστάσεως.

ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ

Τα παραθετικά σε -οτερος και -οτατος γράφονται με ο, αδιάφορο αν η προηγούμενη συλλαβή είναι μακρόχρονη ή βραχύχρονη. Εξαιρούνται τα παραθετικά τα οποία προέρχονται από επιρρήματα λήγοντα σε -ω. Γράφουμε:

σοβαρότερος, νεότερος (και νεοτερικός), νεότατος, τιμιότερος, τιμιότατος, σοφότερος, σοφότατος - αλλά: ανώτερος, χατώτατος, απώτερος, εξώτερος.

ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΟΧΗΣ

Ο νεοελληνικός λόγος διαθέτει πολλούς τύπους μετοχής με ουσιαστική, επιθετική ή ρηματική και επιρρηματική αξία. Εκτός από τους καθαρά δημοτικούς σχηματισμούς μετοχών, υπάρχουν και αρχαιόμορφες μετοχές καθιερωμένες στην κοινή γλώσσα, στην επιστημονική έκφραση και στην ειδική ορολογία. Δεν συντρέχει λόγος να καταφεύγουμε σε πρόταση, εκεί που ο μετοχικός τύπος προσδίδει στη φράση οικονομία, σαφήνεια και κομψότητα.

1. Οι πλάγιες πτώσεις μετοχών με αρχαιόμορφη ονομαστική προσαρμόζονται κατά κανόνα στο νεοελληνικό κλιτικό και τονικό σύστημα. Λέμε και γράφουμε:

ο αύξων αριθμός, του αύξοντα αριθμού· ο επιλαχών μαθητής, του επιλαχόντα μαθητή· ο παράγων, του παράγοντα· η ενάγουσα αρχή, της ενάγουσας αρχής· η άρχουσα τάξη, της άρχουσας τάξης· η δεσπόζουσα δύναμη, της δεσπόζουσας δύναμης· η μέλλουσα ζωή, της μέλλουσας ζωής· αμφισβητούμενος ισχυρισμός, αμφισβητούμενου ισχυρισμού· αμφιλεγόμενος άνθρωπος, αμφιλεγόμενου ανθρώπου.

Ουσιαστικοποιημένες βαρύτονες μετοχές θηλυκού γένους κρατούν σε όλες τις πτώσεις τον αρχαίο τους τόνο αμετάβλητο. Λέμε και γράφουμε:
η εφαπτομένη, της εφαπτομένης· η τεθλασμένη, της τεθλασμένης· η προϊσταμένη, της προϊσταμένης.

Το ίδιο ισχύει και για ουσιαστικοποιημένες βαρύτονες μετοχές αρσενικού και ουδετέρου γένους. Λέμε και γράφουμε:

το υποκείμενο, του υποκειμένου (αλλά: ο υποκείμενος συλλογισμός, του υποκείμενου συλλογισμού)· ο προϊστάμενος, του προϊσταμένου· ο διανοούμενος, του διανοουμένου· ο υπογραφόμενος, του υπογραφόμενου· ο πολιτευόμενος, του πολιτευόμενου.

2. Ορισμένες αρχαιόμορφες μετοχές του παθητικού παρακειμένου κρατούν και στον νεοελληνικό λόγο τον αρχαίο τους αναδιπλασιασμό (συλλαβικό ή χρονικό). Λέμε και γράφουμε:

υπογεγραμμένος, ηυξημένες δαπάνες, κεκτημένα δικαιώματα, εντεταλμένος υφηγητής, δεδηλωμένη πλειοψηφία, προκατειλημμένος αναγνώστης, επανειλημμένες παρατηρήσεις, πεπεισμένος, επιτετραμμένος κτλ.

3. Οι μετοχές της παθητικής φωνής με επιθετική χρήση προσαρμόζονται άνετα στον νεοελληνικό λόγο· δεν συντρέχει επομένως λόγος να τις αποφεύγουμε. Λέμε και γράφουμε:

η κίνηση, εναλασσόμενο φαινόμενο των σωμάτων οι αυτορυθμιζόμενες αντιστάσεις των μηχανών τα συνεργαζόμενα σωματεία των δημοσίων υπαλλήλων οι αντιμαχόμενες πολιτικές παρατάξεις· ασκούμενος δικηγόρος.

4. Πρόσφορη είναι επίσης η χρήση της επιρρηματικής μετοχής παθητικής φωνής σε παρενθετικές προτάσεις, όταν εξασφαλίζει τη συντομία και τη σαφήνεια της έκφρασης. Λέμε και γράφουμε:

ο Ευριπίδης, επηρεασμένος από τη σοφιστική, μετέφερε στα δράματα του τον αγώνα λόγου· ο Παυσανίας, περιηγούμενος όλη την Ελλάδα, έφτασε στην Ολυρία· ο Βενιζέλος, ακολουθούμενος από τους επιτελείς του, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη· τα Πανεπιστήμια, αυτοδιοικούμενα, εκπληρώνουν καλύτερα την αποστολή τους· οι δημοκρατικές κυβερνήσεις, εναλασσόμενες στην εξουσία, υποχρεώνονται σε συνεχή λογοδοσία· η στάθμη του νερού, αυξομειούμενη αναλόγως προς τις καιρικές συνθήκες, υπήρξε εφέτος ικανοποιητική.

ΛΟΓΙΑ ΕΠΙΘΕΤΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ

Κρατούν στην ονομαστική την ορθογραφία τους, λόγιες εκφράσεις με επίθετο (ή επιθετική μετοχή) και ουσιαστικό που αποτελούν στερεότυπα σχήματα. Οι πλάγιες πτώσεις αυτών των σχημάτων προσαρμόζονται στο νεοελληνικό κλιτικό σύστημα. Γράφουμε και λέμε:

χρυσούς αιών (όχι: χρυσός αιώνας),· αλλά: του χρυσού αιώνα, τον χρυσό αιώνα· σιδηρούν παραπέτασμα (όχι: σιδηρό), του σιδηρού παραπετάσματος, αλλά: το σιδηρούν παραπέτασμα·

σιδηρούς καγκελάριος, του σιδηρού καγκελαρίου (η αιτιατική απροσάρμοστη στο νεοελληνικό κλιτικό σύστημα)· διάττων αστήρ, του διάττοντα αστέρα·
το κροτούν αέριο (όχι: αέριον), του κροτούντος αερίου, το κροτούν αέριο· η μείζων περιφέρεια, της μείζονος περιφερείας, αλλά: τη μείζονα περιφέρεια· ο άρρην πληθυσμός, του άρρενα πληθυσμού (όχι: του άρρενος πληθυσμού), τον άρρενα πληθυσμό.

ΕΑΥΤΟΝ, ΕΑΥΤΗ, ΕΑΥΤΟ

Η αυτοπαθής αντωνυμία τρίτου προσώπου εαυτού -ης -ου δεν έχει ονομαστική· χρησιμοποιείται επομένως μόνον στις πλάγιες πτώσεις (γενική, αιτιατική) και συντάσσεται κατά κανόνα με την οριστική αντωνυμία αυτός, αυτή, αυτό. Λέμε και γράφουμε:

αυτός καθεαυτόν· αυτή καθεαυτή· αυτό καθεαυτό· αυτοί καθεαυτούς· αυτές καθεαυτές· αυτά καθεαυτό.

ο Παρμενίδης δοκίμασε να ορίσει το ον αυτό καθεαυτό' η φύση των ανθρώπων, αυτών καθεαυτούς, είναι έλλογη- οι συνθήκες του πολέμου στον Περσικό Κόλπο, αυτές καθεαυτές, θεωρούνται απάνθρωπες· το ζήτημα της παιδείας καθεαυτό δεν αντιμετωπίστηκε στον τόπο μας ως τώρα με κάποια σοβαρότητα και συνέπεια.

Η γενική της αυτοπαθούς αντωνυμίας χρησιμοποιείται συνήθως στις εμπρόθετες εκφράσεις αφ’ εαυτού, αφ’ εαυτής, αφ’ εαυτών, που σημαίνουν: από μόνος του, από μόνη της, από μόνοι τους. Λέμε και γράφουμε:

στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Υπουργός Παιδείας ενήργησε αφ’ εαυτού η κυβέρνηση προχώρησε στην παράδοση της κινητής περιουσίας του Γλύξμπουργκ αφ’ αυτής, δίχως να προειδοποιήσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Είναι λάθος να γράφουμε και να λέμε:

ο άνθρωπος καθεαυτός· το καθεαυτό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας είναι η γραφειοκρατία της· οι καθεαυτό συνθήκες της οικονομίας.

ΕΝΑΣ-ΜΙΑ-ΕΝΑ

- Τα ένας, μία (ποτέ μια), ένα χρησιμοποιούνται ως αριθμητικά. Λέμε και γράφουμε:

ένας τρόπος υπάρχει, για να βγούμε από αυτό το αδιέξοδο· μία σκέψη είχε διαρκώς στον νου του· ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη.

- Τα ένας, μια (ποτέ μία), ένα χρησιμοποιούνται και ως αόριστες αντωνυμίες παράλληλα προς τις αντωνυμίες κάποιος, κάποια, κάποιο ή το αόριστο άναρθρο ουσιαστικό. Λέμε και γράφουμε:

είδα μια γυναίκα του λαού· κάποια γυναίκα του λαού με προσπέρασε- η Μαρία είναι γυναίκα του λαού.

- Θεμιτή είναι η χρήση της αόριστης αντωνυμίας ένας, μία, ένα όταν επιτείνει ή διασαφεί κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο ή πράγμα, που έχει στον νου του αυτός που γράφει. Λέμε και γράφουμε:

ένας τόσο μεγάλος πολιτικός δεν θα ξαναβρεθεί εύκολα· ένας εμφύλιος πόλεμος θα ήταν για τον τόπο καταστροφή.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Αποφεύγουμε την αόριστη αντωνυμία ένας, μια, ένα, όπου είναι περιττή και μπήκε στη γλώσσα μας με την άκριτη μετάφραση ξενόγλωσσων αντωνυμικών τύπων. Λέμε και γράφουμε:

εμφύλιος πόλεμος σημαίνει σύγκρουση ομοεθνών μεταξύ τους - όχι: ένας εμφύλιος πόλεμος· ο Τσώρτσιλ υπήρξε πολιτικός ολκής - όχι: ένας πολιτικός ολκής.

ΑΡΧΑΙΟΣ - ΠΑΛΑΙΟΣ - ΠΑΛΙΟΣ

Το λόγιο επίθετο αρχαίος (και τα παραθετικά του) χρησιμοποιείται στον νεοελληνικό λόγο για να δηλώσει κυρίως πρόσωπα, πράγματα και κείμενα που σχετίζονται με την ελληνική αρχαιότητα. Λέμε και γράφουμε:

αρχαία πόλη, αρχαία τέχνη, αρχαία Ελλάδα, αρχαία κείμενα, αρχαία μετρική.

Αντί του επιθέτου αρχαίος χρησιμοποιείται το επίθετο παλαιός, όταν αναφερόμαστε γενικά στο παρελθόν και όχι ειδικά στην ελληνική αρχαιότητα:

παλαιό κάστρο, παλαιά χειρόγραφα, παλαιά λείψανα, Παλαιά Διαθήκη.

Ο τύπος παλιός χρησιμοποιείται κατά κανόνα με έντονη συναισθηματική απόχρωση:

παλιά γειτονιά, παλιό σπίτι, παλιά χρόνια, παλιά υπόθεση, παλιές θεωρίες.